From professional translators, enterprises, web pages and freely available translation repositories.
descriptions on drug use from surveys are based on self-reported behaviour over different time intervals.
Οι piεριγραφές της χρήσης ναρκωτικών βάσει ερευνών piροκύpiτουν αpiό τις δηλώσεις των ίδιων των χρηστών αναφορικά µε τη συµpiεριφορά τους για διάφορα χρονικά διαστήµατα.
however, these findings derive from self-reported needs and may therefore suffer from cultural bias when compared across countries.
Ωστόσο, τα πορίσματα αυτά απορρέουν από ανάγκες βάσει ιδίας δήλωσης και, ως εκ τούτου, ενδέχεται να διαπνέονται από πολιτισμικές προκαταλήψεις όταν γίνεται σύγκριση μεταξύ χωρών.
"research has shown that the self-reported quality of life of very old people is often much better than is generally recognised.
«Έρευνες κατέδειξαν ότι η ποιότητα ζωής ηλικιωμένων πολύ μεγάλης ηλικίας, όπως την αξιολογούν οι ίδιοι, είναι συχνά πολύ καλύτερη από αυτό που θεωρείται ευρέως.
in terms of self-sufficiency in waste disposal, spain reported that in 1999 all the urban waste arising in spain was managed in that country.
Από πλευράς αυτάρκειας στη διάθεση αποβλήτων, η Ισπανία ανέφερε ότι το 1999 η διαχείριση όλων των εγχώριων αστικών αποβλήτων πραγματοποιήθηκε εντός της χώρας.
in addition, patients’ self-reported quality of sleep, number of awakenings and morning alertness significantly improved with circadin compared to placebo.
Επιπλέον, η αναφερόμενη από τους ασθενείς ποιότητα ύπνου, ο αριθμός των περιπτώσεων αφύπνισης και η πρωινή επαγρύπνηση βελτιώθηκαν σημαντικά με το circadin σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο.
despite the strong employment performance observed in european labour markets in the second half of the 1990s, recent data on the evolution of self-reported job satisfaction over this period do not indicate significant changes.
Παρά τις ιδιαίτερα ικανοποιητικές επιδόσεις στις ευρωπαϊκές αγορές εργασίας στο δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 90, τα πρόσφατα στοιχεία για την εξέλιξη της ικανοποίησης στην εργασία, όπως την αντιλαμβάνονται οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, δεν δείχνουν καμία σημαντική μεταβολή στην περίοδο αυτή.
luxembourg reported 100% self-sufficiency for inert waste other than those disposed at municipal or small private waste disposal sites.
Το Λουξεμβούργο ανέφερε 100% αυτάρκεια για τα αδρανή απόβλητα εκτός από εκείνα τα οποία διατίθενται σε δημοτικούς ή μικρούς ιδιωτικούς χώρους διάθεσης αποβλήτων.
among all studies, only naltrexone was associated with a significant treatment benefit in terms of reduction of use (either proved by urine samples or self-reported) and rate of continuous abstinence.
Το γεγονό αυτό ενδέχεται να ερηνεύει τι εγάλε piροσpiάθειε piου καταβάλλονται αpiό του ερευνητέ για την ανάpiτυξη φαρακολογικών piαρεβάσεων.
possible independent risk factors for impulse control disorders included dopaminergic treatments and higher doses of dopaminergic treatment, younger age (≤ 65 years), not being married and self-reported family history of gambling behaviours.
Οι πιθανοί ανεξάρτητοι παράγοντες κινδύνου των διαταραχών ελέγχου των παρορμήσεων περιελάμβαναν ντοπαμινεργικές αγωγές και υψηλότερες δόσεις ντοπαμινεργικών αγωγών, νεώτερη ηλικία (≤ 65 έτη), άτομα που δεν ήταν παντρεμένα και οικογενειακό ιστορικό συμπεριφορών ενασχόλησης με τυχερά παιχνίδια που αναφέρθηκε αυθόρμητα.