From professional translators, enterprises, web pages and freely available translation repositories.
disfunzione sessuale (eiaculazione ritardata od assente, anorgasmia), priapismo, galattorrea.
Οι ανεπιθύµητες ενέργειες ενδέχεται να µειωθούν στην ένταση και στη συχνότητα εµφάνισής τους µε τη συνέχιση της αγωγής και κατά κανόνα δεν οδηγούν σε διακοπή της.
priapismo e’ stato riportato che i farmaci con effetti di blocco alfa adrenergico possono indurre priapismo.
Πριαπισμός Τα φάρμακα με ανασταλτική δράση στους α- αδρενεργικούς υποδοχείς έχουν αναφερθεί ότι προκαλούν πριαπισμό.
se il priapismo non viene trattato immediatamente, può causare un danno al tessuto del pene e una perdita permanente di potenza.
Εάν ο πριαπισμός δεν αντιμετωπισθεί άμεσα, μπορεί να προκληθεί βλάβη του πεϊκού ιστού, η οποία μπορεί να επιφέρει μόνιμη απώλεια της στυτικής ικανότητας.
sebbene non sia stato riscontrato nessun caso di priapismo nelle sperimentazioni cliniche con invega, paliperidone possiede tale attività farmacologica e può, pertanto, essere associato a questo rischio.
Μολονότι δεν έχουν αναφερθεί περιπτώσεις πριαπισμού στις κλινικές δοκιμές του invega, η παλιπεριδόνη εμφανίζει αυτή τη φαρμακολογική δράση και για το λόγο αυτό μπορεί να σχετίζεται με αυτό τον κίνδυνο.
patologie del sistema muscoloscheletrico e del tessuto connettivo rabdomiolisi patologie renali e urinarie difficoltà ad iniziare la minzione patologie dell' apparato riproduttivo e della mammella priapismo patologie sistemiche e condizioni relative alla sede di somministrazione astenia affaticamento edema esami diagnostici
Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος και του συνδετικού ιστού Ραβδομυόλυση Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών Δυσκολία στην ούρηση Διαταραχές του αναπαραγωγικού συστήματος και του μαστού Πριαπισμός Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης Εξασθένιση Κόπωση Οίδημα Εργαστηριακές δοκιμασίες
non comune: incontinenza, disturbi della minzione, disuria raro: impotenza, priapismo molto raro: aumento della creatinina nel siero.
Συχνές: έπειξη για ούρηση, αυξηµένη ούρηση, καθυστερηµένη εκσπερµάτιση Όχι συχνές: ακράτεια ούρων, διαταραχές της ούρησης, δυσουρία Σπάνιες: ανικανότητα, πριαπισµός Πολύ σπάνιες: αύξηση της κρεατινίνης ορού.
la co-somministrazione di aptivus e ritonavir a basso dosaggio con gli inibitori della pde5 può aumentare sostanzialmente le concentrazioni di pde5 e può indurre un aumento degli eventi avversi associati agli inibitori della pde5 inclusi ipotensione, alterazioni della vista e priapismo.
Συγχορήγηση του aptivus και χαµηλής δόσης ριτοναβίρης µε αναστολείς της pde 5 αναµένεται να αυξήσει ουσιαστικά τις συγκεντρώσεις της pde 5 και µπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των ανεπιθύµητων ενεργειών που συσχετίζονται µε τους αναστολείς pde 5, συµπεριλαµβανοµένων της υπότασης, των µεταβολών στην όραση και του πριαπισµού.
31 composti e può risultare in un aumento degli eventi indesiderati associati agli inibitori della pde5 che comprendono ipotensione arteriosa, alterazioni della vista e priapismo (vedere paragrafo 4.5).
33 συμπεριλαμβανομένων της υπότασης, των μεταβολών της όρασης και του πριαπισμού (βλέπε παράγραφο 4. 5).
19 herpes zoster (fuoco di sant'antonio), leucopenia, trombocitopenia, ipertrigliceridemia, alterazioni dell' umore, aggressività, agitazione, pianto, risveglio precoce, aumento della libido (aumentato desiderio sessuale), deficit della memoria, disturbi dell' attenzione, sonno di qualità scadente, diminuita acutezza visiva (deficit della vista), offuscamento visivo, aumentata lacrimazione (occhi lacrimosi), vertigine posturale (vertigine nell' assunzione della posizione eretta), vampate di calore, disturbi gastrointestinali, vomito, borborigmi intestinali, flatulenza (aria), aumentata salivazione (produzione eccessiva di saliva), alitosi (alito cattivo), anomalie dei test di funzionalità epatica (aumentati enzimi epatici), eczema, eritema (rash), rash pruriginoso, prurito, secchezza cutanea, disturbi a carico delle unghie, sudorazione notturna, crampi muscolari, dolore al collo, priapismo (erezione prolungata) e affaticamento (stanchezza).
Έρπης ζωστήρ (έρπητας), λευκοπενία, θροµβοπενία, υπερτριγλυκεριδαιµία, αλλαγή της διάθεσης, επιθετικότητα, εκνευρισµός, κλάµα, αφύπνιση νωρίς το πρωί, αύξηση του λίµπιντο (αυξηµένη σεξουαλική ορµή), διαταραχή της µνήµης, διαταραχή της προσοχής, φτωχής ποιότητας ύπνος, µειωµένη οπτική οξύτητα (οπτική διαταραχή), θαµπή όραση, αυξηµένη δακρύρροια (τρέχουν τα µάτια), ίλιγγος θέσης (ζάλη όταν στέκει κανείς), εξάψεις, γαστρεντερική ενόχληση, έµετος, µη φυσιολογικοί ήχοι εντέρων, τυµπανισµός (αέρια), σιελογόνος υπερέκκριση (υπερπαραγωγή σάλιου), δυσοσµία του στόµατος (δύσοσµη αναπνοή), µη φυσιολογική εξέταση ηπατικής λειτουργίας (αυξηµένα ηπατικά ένζυµα), έκζεµα, ερύθηµα (δερµατικό εξάνθηµα), κνησµώδες εξάνθηµα (εξάνθηµα µε φαγούρα), κνησµός (φαγούρα), ξηρό δέρµα, διαταραχή των ονύχων, νυχτερινή εφίδρωση, µυικές κράµπες, αυχενικό άλγος, πριαπισµός (αυξηµένη διάρκεια στύσης) και κόπωση (κούραση).