From professional translators, enterprises, web pages and freely available translation repositories.
Add a translation
discretion
ευχέρεια εκτίμησης
Last Update: 2014-11-15 Usage Frequency: 5 Quality: Reference: IATE
judicial discretion
διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου
Last Update: 2014-11-14 Usage Frequency: 5 Quality: Reference: IATE
discretion and integrity
διακριτικότητα και εντιμότητα
integrity and discretion
εντιμότητα και διακριτικότητα
obligation of discretion
υποχρέωση περίσκεψης
abuse of discretion
κατάχρηση διακριτικής εξουσίας
margin of discretion
ελευθερία αξιολόγησης
In exercising this discretion,
κοινωνική πολιτική...), χωρίς την παρακώλυση του ανταγωνισμού.
Last Update: 2017-04-26 Usage Frequency: 1 Quality: Reference: IATE
I therefore have discretion.
Επομένως, εναπόκειται στη διακριτική μου ευχέρεια.
Last Update: 2012-02-28 Usage Frequency: 2 Quality: Reference: IATE
duty to behave with discretion
καθήκον της διακριτικότητας
At discretion of Member States
στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών
Last Update: 2014-11-21 Usage Frequency: 4 Quality: Reference: IATE
the costs are at the discretion
κανονίζω τα έξοδα κατά την κρίση μου
obligation of discretion and confidentiality
υποχρέωση τηρήσεως του απορρήτου και εχεμύθειας
Obligation or discretion to prosecute?
Νομιμότητα ή σκοπιμότητα των διώξεων
Last Update: 2017-04-06 Usage Frequency: 1 Quality: Reference: IATE
Access at the discretion of counterparties
Πρόσβαση κατά τη διακριτική ευχέρεια των αντισυμβαλλομένων
Last Update: 2014-11-21 Usage Frequency: 2 Quality: Reference: IATE
At the discretion of national parties.
Επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια των εθνικών κομμάτων.
Last Update: 2017-04-06 Usage Frequency: 2 Quality: Reference: IATE
Διευκόλυνση οριακής χρηματοδότησης
Last Update: 2014-02-06 Usage Frequency: 1 Quality: Reference: IATE
The discretion of the Member States
Το περιθώριο εκτιμήσεως των κρατών μελών
However, this discretion is not unlimited.
Ωστόσο, το περιθώριο διακριτικής ευχέρειας δεν είναι απεριόριστο.
or, at the discretion of the manufacturer,
ή, κατά τη διακριτική ευχέρεια του κατασκευαστή,