プロの翻訳者、企業、ウェブページから自由に利用できる翻訳レポジトリまで。
sukkerrør
Ζαχαροκάλαμα
最終更新: 2014-11-18
使用頻度: 7
品質:
nt1 sukkerrør
ΝΤ1 δένδρο
最終更新: 2014-02-06
使用頻度: 1
品質:
data om forventede og faktiske leverancer af sukkerroer, sukkerrør og råsukker og om sukkerproduktion og sukkerlagre
δεδομένα σχετικά με την προβλεπομένη και την πραγματική παράδοση ζαχαρότευτλων, ζαχαροκάλαμου και ακατέργαστης ζάχαρης, καθώς και σχετικά με την παραγωγή ζάχαρης και τις δηλώσεις αποθεμάτων ζάχαρης·
det er af afgørende betydning for de oversøiske departementers økonomiske og sociale balance, at sektorerne for sukkerrør, sukker og rom bevares.
Η διατήρηση της αλυσίδας ζαχαροκάλαμο-ζάχαρη-ρούμι στα υπερπόντια διαμερίσματα έχει ζωτική σημασία για την εξασφάλιση της οικονομικής και κοινωνικής ισορροπίας τους.
hvad angår nitrit gælder der ikke p.t. nogen grænseværdi for produkter og biprodukter af sukkerroer og sukkerrør eller fra fremstilling af stivelse.
Όσον αφορά τα νιτρώδη, για τα προϊόντα και τα υποπροϊόντα από σακχαρότευτλα και ζαχαροκάλαμο καθώς και από την παραγωγή αμύλου δεν ισχύει επί του παρόντος ανώτατο όριο.
2103/77 af 23. september 1977 om gennemførelsesbestemmelser vedrørende interventionsorganernes opkøb af sukker fremstillet af sukkerroer og sukkerrør, der er høstet i fællesskabet
3536/91 της Επιτροπής της 2ας Δεκεμβρίου 1991 για τον καθορισμό της ημερομηνίας εισόδου σε απόθεμα του αποκορυφωμένου γάλακτος σε σκόνη που πωλείται βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3398/91
biprodukt bestående af det sirupsagtige restprodukt, der fremkommer ved fremstilling eller raffinering af sukker fra sukkerrør (saccharum officinarum l.)
Υποπροϊόν το οποίο αποτελείται από το σιροπιώδες υπόλειμμα που συλλέγεται κατά την παραγωγή ή τη διύλιση ζάχαρης ζαχαροκαλάμου saccharum officinarum l.
6006 vegetabilsk produkt humle krydderurt lægeurt sukkerrør tobak avl af industriafgrøder industriel vækst use industriel udvikling (6806) industriel økonomi mt 1621 økonomisk struktur uf industrisamfund bt1 økonomi
rt rt μεταφορά τεχνολογίας τεχνολογική ανεξαρτησία έρευνα αγοράς εργοστάσιο, πλοίο- — use αλιευτικό πλοίο (5641)