プロの翻訳者、企業、ウェブページから自由に利用できる翻訳レポジトリまで。
definitively allowed, or
είτε επιτρέπονται οριστικά,
最終更新: 2017-04-06
使用頻度: 1
品質:
production definitively discontinued
ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΠΑΥΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ
最終更新: 2014-11-21
使用頻度: 8
品質:
stop all farm work definitively,
να παύσει οριστικά να ασκεί οποιαδήποτε γεωργική δραστηριότητα,
最終更新: 2014-11-21
使用頻度: 4
品質:
now, definitively, the deciding one.
Πλέον, σίγουρα καθοριστικός.
最終更新: 2016-01-20
使用頻度: 1
品質:
)and definitively in december 2007(
Υpiενθυ"ίζου"ε ότι το σχέδιο για τον τόνο εγκρίθηκε τον Νοέ"βριο του2006, αλλά τέθηκε σε ισχύ τον Ιούνιο του 2007, όταν είχε ήδη ξεκινήσειη αλιευτική piερίοδο.
最終更新: 2014-02-06
使用頻度: 2
品質:
警告:見えない HTML フォーマットが含まれています
the budget is definitively approved.
Ο προϋπολογισμός κηρύσσεται οριστικά εγκεκριμένος.
最終更新: 2012-02-28
使用頻度: 2
品質:
(2) to end hostilities definitively;
(2) Να παύσουν οριστικά οι εχθροπραξίες·
最終更新: 2017-04-26
使用頻度: 1
品質:
definitively prohibited (annex ii), or
είτε απαγορεύονται οριστικά (παράρτημα ΙΙ),
最終更新: 2017-04-06
使用頻度: 1
品質:
the decision has thus been definitively adopted.
Η απόφαση έχει επομένως εκδοθεί επίσημα.
最終更新: 2017-04-26
使用頻度: 1
品質:
stop all commercial farming activity definitively;
να παύσει οριστικά να ασκεί οποιαδήποτε γεωργική δραστηριότητα για εμπορικούς σκοπούς·
最終更新: 2017-04-06
使用頻度: 5
品質:
it was definitively awarded to albania in 1921.
Αποδόθηκε τελικά στην Αλβανία το 1921.
最終更新: 2016-03-03
使用頻度: 1
品質:
will the ecu definitively replace the national currency?
to ecu θα αντικαταστήσει οριστικά το εθνικό νόμισμα;
最終更新: 2014-02-06
使用頻度: 2
品質:
bulgaria definitively identified its afcos in early 2003.
Η Βουλγαρία προέβη στον οριστικό προσδιορισμό της δικής της afcos στις αρχές του 2003.
最終更新: 2017-04-06
使用頻度: 1
品質:
production of the approved vehicle is definitively discontinued;
όταν διακόπτεται οριστικά η παραγωγή του εγκεκριμένου οχήματος·
最終更新: 2017-04-06
使用頻度: 1
品質:
to farm workers who decide to stop all farm work definitively.
στους γεωργικούς εργάτες οι οποίοι αποφασίζουν να παύσουν οριστικά οποιαδήποτε γεωργική εργασία.
最終更新: 2017-04-06
使用頻度: 1
品質:
everybody knows today that chernobyl must be definitively closed.
Όλος ο κόσμος γνωρίζει σήμερα πως το Τσερνομπίλ πρέπει να κλείσει οριστικά.
最終更新: 2012-03-22
使用頻度: 5
品質:
production of the approved vehicle is definitively discontinued voluntarily;
όταν διακόπτεται οριστικά και εθελοντικά η παραγωγή του εγκεκριμένου οχήματος,
最終更新: 2017-04-06
使用頻度: 3
品質:
— it is excluded definitively from fishing in community waters;
— έχουν οριστικά αποκλεισθεί από την άσκηση αλιευτικών δραστηριοτήτων στα ύδατα της Κοινότητας,
最終更新: 2014-02-06
使用頻度: 2
品質:
a pilot phase seems necessary before definitively introducing this principle.
Για το σκοπό αυτό, είναι αναγκαίο να υπάρξει μια πειραματική φάση, πριν από την οριστική θέσπιση αυτής της αρχής.
最終更新: 2017-04-06
使用頻度: 1
品質:
and we have distanced ourselves, perhaps definitively, from our christian tradition.
Κατά τα άλλα, περιμένουμε με αγωνία τις προτάσεις της Επιτροπής.
最終更新: 2014-02-06
使用頻度: 2
品質: