プロの翻訳者、企業、ウェブページから自由に利用できる翻訳レポジトリまで。
disruptive
διαμεταλλική ένωση
最終更新: 2023-08-03
使用頻度: 1
品質:
these rights should be accompanied by an obligation on passengers to behave correctly and avoid disruptive behaviour when flying.
tα δικαιώματα αυτά πρέπει να συνοδεύονται από την υποχρέωση να συμπεριφέρονται σωστά οι επιβάτες και να αποφεύγεται η ανάρμοστη συμπεριφορά κατά την πτήση.
it will also explore whether community measures could be taken to deal with disruptive behaviour by passengers ("air rage").
Η Επιτροπή θα μελετήσει επίσης κατά πόσον μπορούν να ληφθούν μέτρα σε επίπεδο Κοινότητας για την αντιμετώπιση της βίαιης συμπεριφοράς επιβατών ("air rage").
the operator shall establish procedures, as appropriate, so as to minimise the consequences to safe flight operations of disruptive passenger behaviour.
Ο φορέας εκμετάλλευσης καθορίζει διαδικασίες, ανάλογα με την περίσταση, για να μετριάζει στο ελάχιστο τις επιπτώσεις από τη συμπεριφορά ενοχλητικών επιβατών στην ασφαλή διεξαγωγή των λειτουργιών.
the chmp further discussed efficacy in children and adolescents with autistic disorder, a pervasive developmental disorder that is different from conduct disorder which is a disruptive behaviour disorder.
Η chmp εξέτασε περαιτέρω την αποτελεσµατικότητα σε Παιδιά και Εφήβους που παρουσιάζουν Αυτιστική ∆ιαταραχή, µια Καθολική ∆ιαταραχή της Ανάπτυξης που διαφέρει από τη ∆ιαταραχή ∆ιαγωγής η οποία είναι ∆ιαταραχή ∆ιασπαστικής Συµπεριφοράς.
it is recommended that risperidone be prescribed by a specialist in child neurology and child and adolescent psychiatry or physicians well familiar with the treatment of conduct disruptive behaviour disorder of children and adolescents .”
Συνιστάται η χορήγηση ρισπεριδόνης µε συνταγή ειδικού στην παιδική νευρολογία και στην παιδική ή εφηβική ψυχιατρική ή από ιατρούς που είναι καλά εξοικειωµένοι µε τη θεραπεία διαταραχής διαγωγής ∆ιασπαστικής Συµπεριφοράς σε παιδιά και εφήβους ».
in a population of children and adolescents with conduct and other disruptive behaviour disorders, in long- term studies, weight increased by a mean of 7.3 kg after 12 months of treatment.
Σε ένα πληθυσµό µε παιδιά και εφήβους µε διαταραχές διαγωγής και άλλες διαταραχές διασπαστικής συµπεριφοράς, σε µακροχρόνιες µελέτες, το σωµατικό βάρος αυξήθηκε κατά µέσο όρο 7, 3 kg ύστερα από 12 µήνες θεραπείας.
maturation effects are also likely to be involved in measures of academic achievement, knowledge of the labour market, risk-taking behaviour, and certain indicators of disruptive behaviour including drug use and criminal activity.
Οι συνέπειες της ωρίμανσης είναι πιθανόν να παίζουν ρόλο και στις μετρήσεις ακαδημαϊκών επιτευγμάτων, γνώσεων της αγοράς εργασίας, συμπεριφοράς ανάληψης κινδύνου και σε ορισμένους δείκτες διαλυτικής συμπεριφοράς, όπως χρήση ναρκωτικών και εγκληματική δραστηριότητα.
recent examples in this area include an adaptation of the ‘strengthening families programme’ evaluated in spain, which was found to be effective in reducing predictors for drug use, such as disruptive behaviour at school and depression symptoms.
Η ª Γαλλία, η ª Γε ρ αν ία , το Ηνωένο Βασίλειο, η ª Ισpiανία και η ª Ιταλία αντιpiροσωpiεύουν piοσοστό σχεδόν 80 % των χρηστών ναρκωτικών piου ήρθαν σε εpiαφή ε κέντρα αpiεξάρτηση.
for the indication in severe aggression in children/ adolescents with conduct disorder, the chmp assessed the safety profile in children/ adolescents, requesting further clarifications, especially with regards to the contradictions and discrepancies between the actual safety overview (april 2008) and the previous safety overview (january 2008) in children/ adolescents with disruptive behaviour disorder (dbd).
Για την ένδειξη περί Ακραίας Επιθετικότητας σε Παιδιά/ Εφήβους που παρουσιάζουν ∆ιαταραχή ∆ιαγωγής, η chmp αξιολόγησε την εικόνα ασφαλείας σε παιδιά/ εφήβους, ζητώντας περαιτέρω διευκρινίσεις, ιδίως σε σχέση µε τις Αντιφάσεις και ανακολουθίες ανάµεσα στην τρέχουσα Επισκόπηση Ασφαλείας (Απρίλιος 2008) και στην προηγούµενη Επισκόπηση Ασφαλείας (Ιανουάριος 2008) σε παιδιά/ εφήβους µε ∆ιαταραχή ∆ιασπαστικής Συµπεριφοράς (∆∆Σ).