英語
loss of use, drooping or loss of power of facial muscles, loss of feeling sensation, loss of vision.
ギリシア語
απώλεια χρήσης, πτώση ή απώλεια της δύναμης των μυών του προσώπου, απώλεια της αίσθησης, απώλεια όρασης.
最終更新: 2017-04-26
使用頻度: 1
品質:
参照: IATE