전문 번역가, 번역 회사, 웹 페이지 및 자유롭게 사용할 수 있는 번역 저장소 등을 활용합니다.
contributing factors
Συμβάλλοντες παράγοντες
마지막 업데이트: 2017-04-06
사용 빈도: 1
품질:
contributing factors include:
Οι λόγοι είναι μεταξύ άλλων:
마지막 업데이트: 2017-04-06
사용 빈도: 1
품질:
sulphites are among the contributing factors here.
Το θειώδες άλας είναι μία από τις ουσίες που προκαλούν αυτό το φαινόμενο.
마지막 업데이트: 2012-03-22
사용 빈도: 5
품질:
contributing factors to this vote was motivated mainly by:
ip/01/943) οφειλόμενη κατά κύριο λόγο:
마지막 업데이트: 2017-04-26
사용 빈도: 2
품질:
technological progress and the rapid internationalisation of business markets are contributing factors.
Σ' αυτό συμβάλλουν η τεχνολογική πρόοδος και η ταχεία διεθνοποίηση των επιχειρηματικών αγορών.
마지막 업데이트: 2014-02-06
사용 빈도: 2
품질:
some of the contributing factors can be expected to be temporary but others are likely to be more lasting.
Ορισμένοι από τους παράγοντες που συμßάλλουν σε αυτό αναμένεται να είναι παροδικοί, ενώ άλλοι είναι πιθανόν να διαρκέσουν περισσότερο.
마지막 업데이트: 2012-03-19
사용 빈도: 3
품질:
contributing factors involving person related functions, shipboard operations, shore management or regulatory influence.
Παράγοντες οι οποίοι συνδέονται με λειτουργίες που επιτελούν πρόσωπα, χειρισμούς επί του πλοίου, χερσαία μέτρα διαχείρισης ή με κανονιστικές διατάξεις.
마지막 업데이트: 2017-04-06
사용 빈도: 1
품질:
physical features of a road network together with associated traffic volumes are important contributing factors to accidents.
Τα φυσικά χαρακτηριστικά των οδικών δικτύων μαζί τον αντίστοιχο όγκο της κίνησης συμβάλλουν αισθητά στην πρόκληση ατυχημάτων.
마지막 업데이트: 2017-04-06
사용 빈도: 1
품질:
potentially contributing factors were present in several of these patients that may have independently increased their risk of seizure.
Παράγοντες που δυνητικά συμβάλλουν στην εμφάνιση επιληπτικών κρίσεων ήταν παρόντες σε πολλούς από αυτούς τους ασθενείς που μπορεί να έχουν ανεξάρτητα αυξημένο κίνδυνο για επιληπτική κρίση.
마지막 업데이트: 2017-04-26
사용 빈도: 1
품질:
3.3.3 sociological reasons such as changes in family structure or lifestyle are also contributing factors in food waste.
3.3.3 Κοινωνιολογικά αίτια, καθώς και μεταβολές στην οικογενειακή δομή και στο ρυθμό ζωής, συμβάλλουν επίσης στο φαινόμενο της σπατάλης τροφίμων.
마지막 업데이트: 2017-04-06
사용 빈도: 1
품질:
it is broadly recognised that financial incentives which sent the wrong signals to staff were one of the contributing factors to the crisis.
Πλέον, αναγνωρίζεται ευρέως ότι ένας από τους παράγοντες που συνέβαλαν στην κρίση ήταν τα οικονομικά κίνητρα που εξέπεμπαν λάθος μηνύματα προς το προσωπικό επιχειρήσεων του κλάδου των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.
마지막 업데이트: 2017-04-06
사용 빈도: 1
품질:
one of the contributing factors identified is the continued lack of competition in the domestic services sector, in particular in retail and construction.
Μία από τις αιτίες που εντοπίστηκαν είναι η συνεχιζόμενη έλλειψη ανταγωνισμού στον εγχώριο τομέα των υπηρεσιών, και ιδίως στους κλάδους του λιανικού εμπορίου και των κατασκευών.
마지막 업데이트: 2017-04-06
사용 빈도: 1
품질:
complications due to the underlying pancreatic cancer, especially biliary obstruction or presence of biliary stent, were identified as significant contributing factors.
Επιπλοκές λόγω του υποκείμενου καρκίνου του παγκρέατος, ειδικά απόφραξη των χοληφόρων ή παρουσία ενδοπροθέσεων (stent) των χοληφόρων, προσδιορίστηκαν ως σημαντικοί παράγοντες που συμβάλλουν.
마지막 업데이트: 2017-04-26
사용 빈도: 1
품질:
there are two important contributing factors that should be considered here: the legal framework and the producers’ commercial controls over the dealers.
Υπάρχουν δύο σημαντικοί παράγοντες που θα ήταν σκόπιμο να ληφθούν υπόψη: το κανονιστικό πλαίσιο και ο εμπορικός έλεγχος που οι κατασκευαστές διεξάγουν στους αντιπροσώπους.
마지막 업데이트: 2017-04-06
사용 빈도: 1
품질:
various factors can explain the sluggish development of the european cross-border credit market and these include, as the main contributing factors:
Ο χαμηλός βαθμός ανάπτυξης της διασυνοριακής ευρωπαϊκής αγοράς καταναλωτικής πίστης οφείλεται σε διάφορους παράγοντες, μεταξύ των οποίων οι κυριότεροι είναι οι εξής:
마지막 업데이트: 2017-04-06
사용 빈도: 1
품질:
economies of scale through high volumes are becoming a significant contributing factor to success.
Η εξαντλητική εκμετάλλευση των πλεονεκτημάτων του φαινομένου της κλίμακας διαμέσου της μαζικής παραγωγής καθίσταται αποφασιστικός παράγων.
마지막 업데이트: 2017-04-06
사용 빈도: 1
품질:
a major contributing factor was serious steel wastage due to corrosion in the ballast tanks.
Ένας ακόμη σημαντικός παράγοντας ήταν η σοβαρή φθορά των μεταλλικών μερών λόγω διάβρωσης στις δεξαμενές έρματος.
마지막 업데이트: 2017-04-06
사용 빈도: 1
품질:
the products with which this draft directive deals are a contributing factor in these appalling accident statistics.
Κατά την εφαρμογή αυτής της οδηγίας, θα προκύψει πάντως σίγουρα κάποιο δίλημμα.
마지막 업데이트: 2014-02-06
사용 빈도: 2
품질:
this is clearly a contributing factor to the tacis programme 's lack of success in the ukraine.
Αυτός είναι σαφώς ένας παράγοντας που έχει οδηγήσει σε μη επιτυχή υλοποίηση του προγράμματος tacis στην Ουκρανία.
마지막 업데이트: 2012-03-22
사용 빈도: 5
품질:
also included is an indicator for regional cohesion, as regional disparities are one contributing factor to poor social cohesion.
Περιλαμβάνεται επίσης ένας δείκτης για την περιφερειακή συνοχή δεδομένου ότι οι περιφερειακές ανισότητες είναι ένας από τους παράγοντες που συμβάλλουν στην επιδείνωση της κοινωνική συνοχή.
마지막 업데이트: 2017-04-06
사용 빈도: 1
품질: