전문 번역가, 번역 회사, 웹 페이지 및 자유롭게 사용할 수 있는 번역 저장소 등을 활용합니다.
aiding or abetting, inciting and attempting
Συνέργεια, ηθική αυτουργία, απόπειρα
마지막 업데이트: 2017-04-06
사용 빈도: 1
품질:
inciting, aiding and abetting, and attempt
Υποκίνηση, συνέργεια και απόπειρα
마지막 업데이트: 2017-04-06
사용 빈도: 1
품질:
the council condemned any statements inciting violence.
Το Συμβούλιο καταδικάζει κάθε δήλωση που προτρέπει σε βία.
마지막 업데이트: 2017-04-26
사용 빈도: 1
품질:
turkish scholar acquitted of inciting religious hatred
Τουρκάλα λόγια απαλλάχθηκε από κατηγορίες υποκίνησης θρησκευτικού μίσους
마지막 업데이트: 2016-01-20
사용 빈도: 1
품질:
elez faces the additional charge of inciting murder.
Ο Ελέζ κατηγορείται επίσης για υποκίνηση ανθρωποκτονίας.
마지막 업데이트: 2016-01-20
사용 빈도: 1
품질:
it also covers attempting, aiding or abetting and inciting such offences.
Το κείμενο αναφέρεται επίσης στην απόπειρα, τη συνέργεια και την παρακίνηση (ηθική αυτουργία).
마지막 업데이트: 2017-04-06
사용 빈도: 1
품질:
a woman may dress provocatively, but that does not mean she is inciting rape.
Μια γυναίκα μπορεί να ντυθεί προκλητικά, αλλά δεν σημαίνει ότι προκαλεί το βιασμό.
마지막 업데이트: 2012-02-28
사용 빈도: 2
품질:
inciting or aiding and abetting such activities should also be considered a criminal offence.
Η υποκίνηση ή η συνδρομή και η συνεργία σε τέτοιες πράξεις θα πρέπει επίσης να θεωρείται ποινικό αδίκημα.
마지막 업데이트: 2017-04-06
사용 빈도: 1
품질:
inciting, aiding and abetting of such conducts will equally be considered a criminal offence.
Η ηθική αυτουργία και η συνεργία στην τέλεση τέτοιων πράξεων θα θεωρείται επίσης ποινικό αδίκημα.
마지막 업데이트: 2017-04-26
사용 빈도: 1
품질:
public dissemination or distribution of tracts, pictures or other material inciting to violence or hatred
Δημόσια διάδοση ή διανομή φυλλαδίων, εικόνων ή άλλου υλικού που υποκινεί βία ή μίσος
마지막 업데이트: 2017-04-06
사용 빈도: 1
품질:
the european parliament has for many years been an inciting agent because it has not had its own powers.
Αυτό το Κοινοβούλιο υπήρξε για πολλά χρόνια ένα Κοινοβούλιο που προωθούσε, το οποίο, εφόσον δεν είχε ίδιες αρμοδιότητες, αυτό που έκανε ήταν να προωθεί, να διεκπεραιώνει.
마지막 업데이트: 2012-02-28
사용 빈도: 3
품질:
cuba also warned the eu at the beginning of june 1998 against inciting opposition groups and human rights activists.
Πέραν τούτου, η Κούβα προειδοποίησε στις αρχές Ιουνίου 1998 την ΕΕ να μην ενθαρρύνει τις ομάδες της αντιπολίτευσης και τους ακτιβιστές για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
마지막 업데이트: 2012-03-22
사용 빈도: 3
품질:
article 4 ensures that inciting as well as aiding and abetting the defined criminal offences are also punishable in member states.
Με το άρθρο 4 διασφαλίζεται ότι είναι επίσης ποινικά κολάσιμες στα κράτη μέλη τόσο η υποκίνηση όσο και η συνέργεια στη διάπραξη των οριζόμενων ποινικών αδικημάτων.
마지막 업데이트: 2017-04-06
사용 빈도: 1
품질:
here too, recommendation 595 of 1988 did not have the effect of inciting the member states to take positive measures to protect consumers.
Στην περίπτωση αυτή, επίσης, η υπόδειξη 595 του 1988 δεν μπόρεσε να επηρεάσει τα κράτη μέλη στην κατεύθυνση της υιοθέτησης ουσιαστικών πρωτοβουλιών για την προστασία των καταναλωτών.
마지막 업데이트: 2012-03-22
사용 빈도: 3
품질:
publicly inciting to violence or hatred, including by public dissemination or distribution of tracts, pictures or other material;
δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους, μεταξύ άλλων με δημόσια διάδοση ή διανομή φυλλαδίων, εικόνων ή άλλου υλικού·
마지막 업데이트: 2017-04-06
사용 빈도: 1
품질:
the belgrade prosecutor's office says trials are forthcoming for the journalists who are responsible for inciting 1990s war crimes in the former yugoslavia.
Η εισαγγελική υπηρεσία Βελιγραδίου αναφέρει πως επίκεινται οι δίκες για τους δημοσιογράφους που είναι υπεύθυνοι για την υποκίνηση εγκλημάτων πολέμου τη δεκαετία του 1990 στην πρώην Γιουγκοσλαβία.
마지막 업데이트: 2016-01-20
사용 빈도: 1
품질:
3.2.1.2 financing, training, inciting and travel for the purposes of terrorism are all actions related to terrorist acts.
3.2.1.2 Η χρηματοδότηση, η εκπαίδευση, η πρόκληση για τέλεση και η πραγματοποίηση ταξιδιού με σκοπό τη συμμετοχή σε δραστηριότητες μιας τρομοκρατικής ομάδας αποτελούν, στο σύνολό τους, ενέργειες που συνδέονται με τρομοκρατικές πράξεις αυτές καθαυτές.
마지막 업데이트: 2017-04-06
사용 빈도: 1
품질:
at the same time as this, during the municipal elections in cluj, the democrats' flyers were inciting hatred against the hungarian candidates, using the same slander.
Την ίδια στιγμή με αυτό, κατά τη διάρκεια δημοτικών εκλογών στο cluj, τα διαφημιστικά έντυπα των δημοκρατών υποκινούσαν μίσος κατά των Ούγγρων ψηφοφόρων, χρησιμοποιώντας την ίδια συκοφαντική δυσφήμιση.
마지막 업데이트: 2012-02-28
사용 빈도: 2
품질:
however, cause-effect studies indicate that the stresses experienced by forest ecosystems can be divided into three broad categories: predisposing, inciting and contributing.
Εντούτοις, οι μελέτες αιτίας-αποτελέσματος δείχνουν ότι η ένταση που υπάρχει στα δασικά οικοσυστήματα μπορεί να διαιρεθεί σε τρεις μεγάλες κατηγορίες : προδιάθεση, ενθάρρυνση και συνεισφορά.
마지막 업데이트: 2014-02-06
사용 빈도: 2
품질:
national order's informal leader goran davidovic, also known as "fuhrer", was sentenced to a year in jail for inciting national and religious hatred.
Ο ανεπίσημος ηγέτης της Εθνικής Τάξης Γκοράν Νταβίνοβιτς, γνωστός και ως "Φύρερ", καταδικάστηκε σε μονοετή φυλάκιση γιατί υποκινούσε εθνικό και θρησκευτικό ίσος.
마지막 업데이트: 2016-01-20
사용 빈도: 1
품질:
경고: 보이지 않는 HTML 형식이 포함되어 있습니다