Tentando aprender a traduzir a partir dos exemplos de tradução humana.
A partir de tradutores profissionais, empresas, páginas da web e repositórios de traduções disponíveis gratuitamente
underlying
Υποκείμενο στοιχείο
Última atualização: 2014-11-21
Frequência de uso: 3
Qualidade:
kirb is the capital charge for the underlying exposures using the irb framework (either the advanced or foundation approaches).
Το kirb είναι η κεφαλαιακή επιβάρυνση για τα υποκείμενα ανοίγματα που χρησιμοποιούν το πλαίσιο της προσέγγισης των εσωτερικών διαβαθμίσεων (irb) (είτε τις εξελιγμένες είτε τις θεμελιώδεις προσεγγίσεις).
the community method, the underlying foundation of the european union's "halcyon days", must be renewed and relaunched.
Η κοινοτική μέθοδος λοιπόν, η οποία ταυτίσθηκε με τις περιόδους ευημερίας της ΕΕ, πρέπει να ανανεωθεί και να τεθεί σε νέες βάσεις.
acknowledge that education and training provide the foundation underlying the development of tourism professions;
αναγνωρίζει ότι η εκπαίδευση και η κατάρτιση παρέχουν το θεμέλιο στο οποίο στηρίζεται η εξέλιξη των τουριστικών επαγγελμάτων·
they constitute the foundation stone for every free and democratic society and are essential to the eu's underlying democratic and societal values.
Οι έννοιες αυτές αποτελούν τη βάση κάθε ελεύθερης και δημοκρατικής κοινωνίας και θεμελιώνουν τις απαράγραπτες δημοκρατικές και κοινωνικές αξίες της ΕΕ.
to conclude, i should like to say that the very foundation, the philosophy, underlying what we have proposed, is the principle of ownership.
Υποστηρίζω πλήρως το αίτημα να χορηγηθούν σε αυτήν τη στρατηγική κατάλληλα μέσα και πόροι, καθώς και συγκεκριμένες προθεσμίες, ώστε να μπορούμε να αξιολογήσουμε την πρόοδό της.
it has sound underlying strengths: political stability, solid legal foundations, achievements in social and economic cohesion and rich cultural and ethnic diversity.
Πολύ συχνά τα κράτη #έλη κλείνονται στον εαυτό του, εστιάζοντα #όνο στα εθνικά του συ#φέροντα, ει βάρο του ευρύτερου ευρωpiαϊκού συ#φέροντο.
(11) 'research and development' means experimental or theoretical work undertaken primarily to acquire new knowledge of the underlying foundations of phenomena and observable facts, without any particular application or use in view (basic research); original investigation undertaken in order to acquire new knowledge but directed primarily towards a specific, practical aim or objective (applied research); systematic work, drawing on knowledge gained from research and practical experience and producing additional knowledge, which is directed to producing new products or processes or to improving existing products or processes (experimental development);
(10) «έρευνα και ανάπτυξη»: η πειραματική ή θεωρητική εργασία που αναλαμβάνεται κυρίως για την απόκτηση νέων γνώσεων σχετικά με τα βασικά αίτια φαινομένων και παρατηρήσιμων γεγονότων, χωρίς να προβλέπεται συγκεκριμένη εμπορική εφαρμογή ή χρήση (βασική έρευνα)· πρωτότυπη έρευνα που αναλαμβάνεται για την απόκτηση νέων γνώσεων η οποία όμως κατευθύνεται προς συγκεκριμένο, πρακτικό σκοπό ή στόχο (εφαρμοσμένη έρευνα)· συστηματική εργασία, που στηρίζεται σε γνώσεις που αποκτήθηκαν μέσω της έρευνας και της πρακτικής εμπειρίας, η οποία κατευθύνεται προς την παραγωγή νέων προϊόντων ή μεθόδων ή προς τη βελτίωση των ήδη υφιστάμενων (πειραματική ανάπτυξη)·