Добавлены профессиональными переводчиками и компаниями и на основе веб-страниц и открытых баз переводов.
these include functions such as flavour enhancer, carrier, humectant, stabiliser, thickener, bulking agent and sequestrant.
Στις ιδιότητες αυτές περιλαμβάνονται λειτουργίες όπως ενισχυτικό γεύσης, φέρουσα ουσία, υγραντικό μέσο, σταθεροποιητής, πυκνωτικό μέσο, διογκωτικό μέσο και συμπλοκοποιητής.
polydextrose exists in a slightly acid and a neutral form (a and n) and is used as a bulking agent to replace sugar.
Η πολυδεξτρόζη υπάρχει σε μία ασθενώς όξεινη και σε μία ουδέτερη μορφή (Α και Ν) και χρησιμοποιείται σαν διογκωτικό που αντικαθιστά τη ζάχαρη.
the commission is asked to be precise about its use other than as a sweetener, since its use as a bulking agent can lead to the ingestion of considerable amounts.
Η ΟΚΕ ζητά από την Επιτροπή να προσδιορίσει με ακριβή τρόπο τη χρήση αυτής της ουσίας για σκοπούς άλλους εκτός από τη γλύκανση, επειδή η χρήση της ως συμπληρώματος μπορεί να έχει σαν συνέπεια τη λήψη σημαντικών ποσοτήτων.
glazing agents, flour treatment agents, bulking agents and a few other substances will be the subject of separate reports.
Τα υλικά επικάλυψης, τα βελτιωτικά αλεύρων, τα διογκωτικά και μερικές άλλες ουσίες θα αποτελέσουν το αντικείμενο χωριστών εκθέσεων.
'bulking agents' are substances which contribute to the volume of a foodstuff without contributing significantly to its available energy value;
«διογκωτικοί παράγοντες», οι ουσίες που συμβάλλουν στη διόγκωση τροφίμου χωρίς να συμβάλλουν σημαντικά στη διαθέσιμη ενεργειακή αξία του·
in the committee's opinion these developments require to be kept under review, bearing in mind their potential nutritional implications and the effect of bulking agents, fibre, modified starches, etc. on the gut microflora.
Τα θέματα αυτά δεν μελετήθηκαν λεπτομερώς στην παρούσα έκθεση αλλά θα πρέπει στο μέλλον να ερευνηθούν.