Обучается переводу с помощью примеров, переведенных людьми.
Добавлены профессиональными переводчиками и компаниями и на основе веб-страниц и открытых баз переводов.
he or she has committed a serious crime;
έχει διαπράξει σοβαρό έγκλημα·
Последнее обновление: 2017-04-06
Частота использования: 4
Качество:
they can only be accused of infringing immigration provisions but not of having committed a crime.
Εναντίον τους μπορεί να ασκηθεί δίωξη μόνο για την παραβίαση των διατάξεων για την είσοδο στη χώρα, όχι όμως από την άποψη του ποινικού δικαίου.
the swedish authorities refused to do so because it could not be proven that he had committed a crime.
Οι σουηδικές αρχές αρνήθηκαν να το κάνουν αυτό, διότι δεν μπορούσε να αποδειχθεί ότι είχε διαπράξει κάποιο έγκλημα.
from then on, they have absolute security of office, which can only be called into question if they have committed a crime.
Ο στρατός αντιμεπυπίζει ακόμα προβλήματα πειθαρχίας και το ηθικό παραμένει σχετικά χαμηλό.
there are no excuses for the murder in rome: if someone has committed a crime, he should answer to the court for his actions.
Δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για τη δολοφονία στη Ρώμη: αν κάποιος διαπράττει ένα έγκλημα, πρέπει να δώσει λόγο για την πράξη του ενώπιον δικαστηρίου.
italy has also introduced a scheme that increases the length of detention for offenders who are staying illegally at the moment in which they have committed a crime.
Η Ιταλία έχει επίσης καθιερώσει ένα καθεστώς σύμφωνα με το οποίο αυξάνεται το χρονικό διάστημα κράτησης για τους δράστες που διαμένουν παράνομα κατά τον χρόνο διάπραξης του εγκλήματος.
in my view, it should be a basic requirement that registration applies only to those people who have been convicted or are suspected of having committed a crime.
Θεωρώ ότι μία βασική προϋπόθεση είναι ότι θα καταγράφονται μόνο τα άτομα εκείνα τα οποία έχουν καταδικαστεί ή είναι ύποπτα για τέλεση εγκλήματος.
it may also be used as a criminal intelligence tool to construct evidence by tracking the travel routes of a person suspected of having committed a crime or a victim of crime.
Θα μπορούσαν επίσης να χρησιμοποιηθούν ως εργαλείο στις εγκληματολογικές έρευνες για τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων, μέσω της παρακολούθησης των ταξιδιωτικών διαδρομών ενός υπόπτου για τέλεση εγκλήματος ή ενός θύματος εγκλήματος.
i would like to add that we have been informed that a young woman in iran, who was accused of having committed a crime when she was a minor, has now been executed.
Θα ήθελα να προσθέσω ότι πληροφορηθήκαμε ότι μία νέα γυναίκα στο Ιράν, η οποία είχε κατηγορηθεί για τη διάπραξη ενός εγκλήματος όταν ήταν ανήλικη, εκτελέστηκε τώρα.
it is not acceptable for the bavarian interior minister, joachim hermann, to say: 'everyone who is held in guantánamo must have committed a crime'.
Δεν είναι αποδεκτό ο Υπουργός Εσωτερικών της Βαυαρίας, joachim hermann, να λέει: "Όποιος κρατείται στο Γκουαντάναμο πρέπει να έχει διαπράξει έγκλημα".
we have grave concerns, as does the european data protection supervisor, with regard to the requirements on the collection of data on individual citizens who are neither suspected nor who have committed a crime.
Διατηρούμε σοβαρές επιφυλάξεις, όπως και ο ευρωπαίος επόπτης προστασίας δεδομένων, όσον αφορά τις απαιτήσεις για συλλογή προσωπικών δεδομένων για επιμέρους πολίτες οι οποίοι δεν είναι ύποπτοι και δεν έχουν τελέσει κάποιο έγκλημα.
indeed, in all member states, it should be possible for any citizen or person living in the european union who committed a crime outside the european union to be brought before the courts.
Θα πρέπει, πράγματι, σε όλα τα κράτη μέλη να είναι εφικτή η παράδοση στα δικαστήρια κάθε πολίτη ή ατόμου που ζει στην ΕΕ και διαπράττει έγκλημα εκτός της ΕΕ.
i think it is incredibly serious that the council of ministers is unable to answer the question of whether people who are neither suspected of a crime nor have committed a crime are registered in the eu data system, sis.
Θεωρώ εξαιρετικά σοβαρό το γεγονός ότι το Συμβούλιο δεν είναι σε θέση να απαντήσει στο ερώτημα σχετικά με το γεγονός ότι άτομα τα οποία είναι ύποπτα για αδικήματα ή έχουν διαπράξει αδικήματα περιλαμβάνονται στην τράπεζα δεδομένων της ΕΕ ΣΠΣ.