Добавлены профессиональными переводчиками и компаниями и на основе веб-страниц и открытых баз переводов.
the law provides that "the labour contract is subject to the rules of common law.
Ο νόμος προβλέπει ότι "η σύμβαση εργασίας υπόκειται στους κανόνες κοινού δικαίου.
the one exception to this trend was england, where the common law remained pre-eminent.
Εξαίρεση στην εξέλιξη αυτή αποτέλεσε η Αγγλία, όπου το εθιμικό δίκαιο ("common law") παρέμεινε ισχυρό.
in particular, english legal practitioners fear that the global significance of english common law would suffer.
Συγκεκριμένα, οι Άγγλοι νομικοί φοβούνται μήπως πληγεί το κύρος του αγγλικού εθιμικού δικαίου παγκοσμίως.
a common law trade mark which is recognised under the law of a contracting party or a member state, and
εμπορικό σήμα της κοινής νομοθεσίας, το οποίο είναι αναγνωρισμένο σύμφωνα με το νόμο συμβαλλόμενου μέρους ή κράτους μέλους, και
1.14 the national court will apply either its domestic common law or national rules of international private law.
1.14 Όσον αφορά το δίκαιο που οφείλει να εφαρμόσει η εθνική δικαιοδοτική αρχή, η αρχή αυτή εφαρμόζει, ανάλογα με την περίπτωση, το κοινό εσωτερικό της δίκαιο ή τους εθνικούς κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου.
speeding up the procedure of common law like this would mean that cases would not be properly researched, and that is unacceptable.
Αυτή η επιτάχυνση της διαδικασίας κοινού δικαίου θα έχει ως συνέπεια μία πολύ επιφανειακή μελέτη των φακέλων. Ούτε αυτό μπορούμε να το δεχτούμε.
the roman-dominated common law and the nordic legal traditions are incredibly different on a range of crucial points.
Ο common law που κυριαρχείται από το ρωμαϊκό δίκαιο και οι σκανδιναβικές νομικές παραδόσεις διαφέρουν σε αδιανόητο βαθμό σε πολλά μέγιστης σημασίας σημεία.
good faith is a well-known, fundamental principle of ordinary contract law in the member states, and of common law.
Η καλή πίστη αποτελεί θεμελιώδη και γνωστή αρχή του ενοχικού δικαίου των κρατών μελών, καθώς και του δικαίου που βασίζεται στο κοινό δίκαιο (common law).
what about national judicial schools? what about the inextricable differences between the legislations deriving from common law and those from written law?
Και τί θα γίνει με τις εθνικές δικαστικές σχολές; Τί θα γίνει με τις αξεπέραστες νομοθετικές διαφορές ανάμεσα σε όσους εφαρμόζουν το εθιμικό και το γραπτό δίκαιο;
the regions, which are thus given common law competence in the field of vocational training, are now in charge of "observatories" too.
Οι περιφέρειες, που έχουν συνεπώς δικαιοδοσίες στον τομέα της επαγγελματικής κατάρτισης, είναι σήμερα αρμόδιες και για τη δημιουργία παρατηρητηρίων.
how can we develop synergies between associations, start-up firms and common-law firms in order to develop and perfect veritable inclusion strategies?
Πώς μπορούν να αναπτυχθούν συνέργειες μεταξύ ενώσεων, νέων επιχειρήσεων και επιχειρήσεων κοινού δικαίου, προκειμένου να πραγματοποιηθεί σημαντική πρόοδος στον τομέα της ένταξης;