Обучается переводу с помощью примеров, переведенных людьми.
willingness
От: Машинный перевод Предложите лучший перевод Качество:
Добавлены профессиональными переводчиками и компаниями и на основе веб-страниц и открытых баз переводов.
Добавить перевод
willingness-to-pay
προθυμία πληρωμής
Последнее обновление: 2014-11-14 Частота использования: 5 Качество: Источник: IATE
willingness to invest
ροπή προς επένδυση
underlining risk-willingness
Υπογράμμιση της προθυμίας ανάληψης κινδύνου
Последнее обновление: 2017-04-06 Частота использования: 1 Качество: Источник: IATE
9 willingness dealing with
• Στοιχεία γνώσης/ • Τεχνικές γνώσεις •
Последнее обновление: 2014-02-06 Частота использования: 2 Качество: Источник: IATE
willingness-to-pay (wtp)
Κόστος ευκαιριών (εξ' αιτίας ατυχημάτων ή επαγγελματικών ασθενειών)
willingness-to-pay analysis
ανάλυση της προθυμίας πληρωμής
responsibility - competence - willingness.
υπευθυνότητα - ικανότητα - θέληση.
willingness to ratify the protocol.
Διαδικασία
of governments, a willingness to talk?
Γερμανίας.
this is a sign of great willingness.
Αυτό απαιτεί μεγάλη υπομονή.
Последнее обновление: 2012-03-22 Частота использования: 3 Качество: Источник: IATE
ability and willingness to take initiatives;
ικανότητα και προθυμία ανάληψης πρωτοβουλιών·
there has to be a willingness to cooperate.
Πρέπει να υπάρχει διάθεση συνεργασίας.
Последнее обновление: 2012-03-22 Частота использования: 5 Качество: Источник: IATE
the reduced willingness to finance small investments
φθίνουσα ετοιμότητα για τη χρηματοδότηση μικρών επενδύσεων
a certain willingness to compromise is necessary here.
Εδώ είναι ανάγκη να είναι πρόθυμος κανείς να κάνει κάποιους συμβιβασμούς.
the council and the commission must show willingness to act.
Το Συμβούλιο και η Επιτροπή πρέπει να επιδείξουν προθυμία για την ανάληψη δράσης.
Последнее обновление: 2012-02-28 Частота использования: 2 Качество: Источник: IATE
finally, willingness to do temporary work varies considerably.
Τέλος, ο προαιρετικός ή όχι χαρακτήρας της προσωρινής εργασίας ποικίλλει σημαντικά.
a willingness to simplify administrative procedures and open up competition
η βούληση για απλούστευση των διοικητικών διατυπώσεων και απελευθέρωση και ενίσχυση του ανταγωνισμού
restraint in overcoming political differences, and willingness to talk.
Συγκρατημένη στάση σημαίνει διευθέτηση των πολιτικών διαφορών και προθυμία για διαβουλεύσεις και διάλογο.
the commission appreciates the italian authorities' willingness to cooperate.
" Επιτροπή εκτιμά την προθυμία των ιταλικών αρχών να συνεργαστούν.
Последнее обновление: 2012-02-28 Частота использования: 2 Качество: Источник: IATEПредупреждение: Содержит скрытое HTML-форматирование
countries also differ in their willingness to accept particular cards.
Εξάλλου, υπάρχουν διαφορές μεταξύ χωρών ως προς την αποδοχή κάθε κάρτας.