尝试学会如何从人工翻译例句找到译文。
来自专业的译者、企业、网页和免费的翻译库。
they too will eventually need to adopt a different position in such a huge world nation which has the pretension of occupying a place on the world stage of the future and of playing a role there as well.
Θα αναγκαστούν επίσης να υιοθετήσουν διαφορετική στάση σε αυτό το μεγάλο κράτος που φιλοδοξεί να καταλάβει τη θέση του στο παγκόσμιο προσκήνιο στο μέλλον και να διαδραματίσει έναν ρόλο σε αυτό.
this is why i cannot accept the pretension of those in this house who wish to impose on truly european football organizations which include federations from all over europe — from the atlantic to the urals — the laws of a single community market, which are already hotly contested by the workers and their unions.
Από την άλλη, μια τέτοια παραίτηση έρχεται σε σύγκρουση με τη ρητή βούληση που έχει επανειλημμένα εκφραστεί στους κόλπους αυτού του Κοινοβουλίου, μέχρι και με την έγκριση μιας έκθεσης-πλαισίου με θέμα την αναθέρμανση της κοινοτικής δράσης στον πολιτιστικό τομέα, της οποίας ο συντάκτης είναι ο υποφαινόμενος.
it was therefore not a document with any pretensions of being comprehensive, much less of giving an answer to each and every problem involved in development cooperation.
Η ροή κεφαλαίων από χρεωλύσια από το Νότο ξεπερνάει από το 1983 σημαντικά την εισροή νέων πιστώσεων, έτσι ώστε καταλήξαμε σε μεταφορά καθαρού κεφαλαίου από το Νότο προς τον Βορρά.
however, this conception of the exercise of power, which was essentially the exercise of power through the use of force, was not peculiar to our civilization; the 1948 universal declaration of human rights condemned ' the pretensions of those who wished to reserve human dignity for a certain race, nation, party or elite '. '
Η αντίληψη όμως αυτή για την άσκηση της εξουσίας, που παραπέμπει στην επιβολή μέσω του καταναγκασμού, δεν είναι σύμφωνη με τον πολιτισμό μας, και η Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου το 1948 καταδικάζει «την αλαζονεία εκείνων που θα ήθελαν την ανθρώπινη ιδιότητα αποκλειστικό προνόμιο κάποιας φυλής, κάποιου έθνους, κόμματος ή προνομιούχου ομάδας» (').