来自专业的译者、企业、网页和免费的翻译库。
deep-rooted
βαθύρριζος
最后更新: 2015-11-19
使用频率: 1
质量:
参考:
transatlantic relations are deep-rooted andstrong.
Παλαιστινιακά Εδάη
最后更新: 2014-02-06
使用频率: 2
质量:
参考:
transatlantic relations are deep-rooted and strong.
Οι διατλαντικές σχέσεις είναι βαθιές και ισχυρές.
最后更新: 2011-10-24
使用频率: 1
质量:
参考:
a deep-rooted problem of fleet overcapacity;
ένα βαθιά ριζωμένο πρόβλημα πλεονάζουσας αλιευτικής ικανότητας του στόλου,
最后更新: 2017-04-06
使用频率: 1
质量:
参考:
– a deep-rooted problem of fleet overcapacity;
– ένα βαθιά ριζωένο piρόβληα piλεονάζουσα αλιευτική ικανότητα του στόλου,
最后更新: 2014-02-06
使用频率: 2
质量:
参考:
addressing the deep-rooted problem of fleet overcapacity
Αντιμετώπιση του βαθιά ριζωμένου προβλήματος της πλεονάζουσας αλιευτικής ικανότητας του στόλου
最后更新: 2017-04-06
使用频率: 1
质量:
参考:
their causes are both long-standing and deep-rooted.
Οι αιτίες τους είναι παλιές και αρκετά βαθιές.
最后更新: 2012-03-22
使用频率: 5
质量:
参考:
6.6 the national logic in security is deep-rooted.
6.6 Η εθνική λογική σε θέματα ασφάλειας είναι βαθιά ριζωμένη.
最后更新: 2017-04-06
使用频率: 1
质量:
参考:
the consultation exercise has demonstrated that deep rooted concerns still exist.
Όμως, η διαβούλευση έδειξε ότι εξακολουθούν να υπάρχουν βαθιά ριζωμένες ανησυχίες.
最后更新: 2017-04-06
使用频率: 1
质量:
参考:
there are some very deep-rooted a priori concerns in the country.
Υπάρχουν μερικές πολύ βαθιά ριζωμένες a priori ανησυχίες στη χώρα.
最后更新: 2012-02-28
使用频率: 2
质量:
参考:
this is indeed a deep-rooted problem which is difficult to overcome.
Και είναι αλήθεια ότι πρόκειται για κάτι το εξαιρετικά βαθύ και δύσκολο να τιθασευθεί.
最后更新: 2012-03-22
使用频率: 5
质量:
参考:
the tendency to discriminate is often deep-rooted, even at government level.
Η τάση για διακρίσεις έχει συχνά βαθιές ρίζες, ακόμη και στον κρατικό μηχανισμό.
最后更新: 2012-03-22
使用频率: 5
质量:
参考:
but they have also revealed the deep-rooted malaise of the road haulage operators.
Αλλά έφεραν επίσης στην επιφάνεια τη βαθειά δυσαρέσκεια των επαγγελματιών των οδικών μεταφορών.
最后更新: 2012-03-22
使用频率: 5
质量:
参考:
this is a deep-rooted evil and all available means must be used to eradicate it.
Β 2-1379/85/αναθ.) του κ. ford και άλλων προς την Επιτροπή:
最后更新: 2014-02-06
使用频率: 2
质量:
参考:
the crisis revealed deep rooted imbalances and failure to make necessary reforms across the eu.
Η κρίση έφερε στο φως βαθιά ριζωμένες ανισορροπίες και αδυναμία πραγματοποίησης των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων σε ολόκληρη την ΕΕ.
最后更新: 2017-04-06
使用频率: 1
质量:
参考:
as institutionalised advisory bodies of the eu, they stand for a deep rooted tradition of consultation.
Ως θεσμοθετημένα συμβουλευτικά όργανα της ΕΕ, αντικατοπτρίζουν μια βαθιά ριζωμένη παράδοση διαβούλευσης.
最后更新: 2017-04-06
使用频率: 1
质量:
参考:
as institutionalised advisory bodies of the eu, they represent a deep-rooted tradition of consultation.
Ως θεσμοθετημένα συμβουλευτικά όργανα της ΕΕ, αντιπροσωπεύουν μια βαθιά ριζωμένη παράδοση διαβούλευσης.
最后更新: 2017-04-06
使用频率: 1
质量:
参考:
there are no fast solutions to solve deep-rooted problems regarding matching supply and demand.
Δεν προβλέπονται γρήγορες λύσεις για την επίλυση των βαθιά ριζωμένων προβλημάτων σχετικά με την αντιστοίχιση της προσφοράς και της ζήτησης.
最后更新: 2017-04-06
使用频率: 1
质量:
参考:
the japanese economy remained plagued by deep-rooted structural problems in its financial and corporate sector.
Η ιαπωνική οικονομία συνέχισε να πλήττεται από βαθιά ριζωμένα διαρθρωτικά προβλήματα στο χρηματοοικονομικό και τον επιχειρηματικό της τομέα.
最后更新: 2017-04-26
使用频率: 1
质量:
参考: