Von professionellen Übersetzern, Unternehmen, Websites und kostenlos verfügbaren Übersetzungsdatenbanken.
low asparaginase activity levels are often accompanied by the appearance of anti-asparaginase antibodies.
Τα χαμηλά επίπεδα δραστηριότητας της ασπαραγινάσης συνοδεύονται συχνά από την εμφάνιση αντισωμάτων αντι-ασπαραγινάσης.
treatment may be monitored based on the trough serum asparaginase activity measured before the next administration of oncaspar.
Η θεραπεία μπορεί να παρακολουθείται βάσει της ελάχιστης δραστηριότητας της ασπαραγινάσης στον ορό που μετράται πριν από την επόμενη χορήγηση του oncaspar.
these findings were similar to those observed in the native e. coli l-asparaginase treatment arm.
Τα ευρήματα αυτά ήταν παρόμοια με εκείνα που παρατηρήθηκαν στο σκέλος θεραπείας με εγγενή l-ασπαραγινάση από e. coli.
acute renal failure may develop in rare cases during treatment with l-asparaginase-containing regimens.
Κατά τη διάρκεια της θεραπείας με σχήματα που περιέχουν l-ασπαραγινάση ενδέχεται να εκδηλωθεί, σε σπάνιες περιπτώσεις, οξεία νεφρική ανεπάρκεια.
after a one-hour intravenous infusion, asparaginase activity was detected for at least 15 days after the first treatment with oncaspar.
Μετά από ενδοφλέβια έγχυση διάρκειας μίας ώρας, η δραστικότητα της ασπαραγινάσης μπορούσε να ανιχνευθεί για τουλάχιστον 15 ημέρες, μετά την πρώτη θεραπεία με oncaspar.
a possible increased risk of hepatotoxicity when combining imatinib with l-asparaginase therapy should be taken into account prior deciding to use oncaspar in this patient population.
Προτού αποφασισθεί η χρήση του oncaspar σε αυτόν τον πληθυσμό ασθενών, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ένας πιθανός αυξημένος κίνδυνος ηπατοτοξικότητας κατά τον συνδυασμό ιματινίμπης με θεραπεία με l-ασπαραγινάση.
in these studies a total of 94 patients with all diagnosis with a history of prior clinical allergic reaction to native e. coli l-asparaginase were exposed to oncaspar.
Στις μελέτες αυτές, συνολικά 94 ασθενείς με διάγνωση ΟΛΛ και με ιστορικό προηγούμενης κλινικής αλλεργικής αντίδρασης στην εγγενή l-ασπαραγινάση από e. coli εκτέθηκαν στο oncaspar.
if asparaginase activity values fail to reach target levels, a switch to a different asparaginase preparation could be considered (see section 4.4).
Εάν οι τιμές της δραστηριότητας της ασπαραγινάσης δεν φτάσουν τα στοχευόμενα επίπεδα, θα μπορούσε να εξεταστεί το ενδεχόμενο χρήσης διαφορετικού παρασκευάσματος ασπαραγινάσης (βλ. παράγραφο 4.4).
native e. coli l-asparaginase (6000 units/m2 intramuscular) was administered 3 times weekly for 9 doses during induction.
Η εγγενής l-ασπαραγινάση από e. coli (6.000 μονάδες/m2 ενδομυϊκά) χορηγήθηκε 3 φορές εβδομαδιαίως για 9 δόσεις κατά τη διάρκεια της φάσης επαγωγής.
the primary determination of efficacy was based on demonstration of similar asparagine depletion (magnitude and duration) in the oncaspar and native e. coli l-asparaginase arms.
Ο κύριος προσδιορισμός της αποτελεσματικότητας βασίστηκε στην κατάδειξη παρόμοιας εξάντλησης της ασπαραγίνης (σε μέγεθος και διάρκεια) στα σκέλη του oncaspar και της εγγενούς l- ασπαραγινάσης από e. coli.
native e. coli l-asparaginase was administered intramuscularly at a dose of 6,000 units/m2 three times weekly for 9 doses during induction and for 6 doses during each delayed intensification phase.
Η εγγενής l-ασπαραγινάση από e. coli χορηγήθηκε ενδομυϊκά σε δόση 6.000 μονάδων/m2 τρεις φορές εβδομαδιαίως για 9 δόσεις κατά τη φάση επαγωγής και για 6 δόσεις κατά τη διάρκεια καθεμίας από τις φάσεις όψιμης εντατικοποίησης.
imatinib adverse events, i.e. hepatotoxicity, myelosuppression or others, may increase and it has been reported that concomitant use with l-asparaginase could be associated with increased hepatotoxicity (see section 4.8).
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες του imatinib όπως ηπατοτοξικότητα, μυελοκαταστολή ή άλλες μπορεί να αυξηθούν και έχει αναφερθεί ότι η ταυτόχρονη χρήση με l-ασπαραγινάση θα μπορεί πιθανόν να συσχετισθεί με αυξημένη ηπατοτοξικότητα (βλ. παράγραφο 4.8).