From professional translators, enterprises, web pages and freely available translation repositories.
d) (…);
α) εκρητικές: στερεές, υγρές, παχύρρευστες ή ζελατινώδες ουσίες και παρασκευάσματα που μπορούν να αντιδράσουν εξώθερμα και με ταυτόχρονη ταχεία έκλυση αερίων, ακόμη και χωρίς την παρουσία ατμοσφαιρικού οξυγόνου, και που υπό καθορισμένες συνθήκες δοκιμής εκπυρσοκροτούν, αναφλέγονται γρήγορα ή εκρήγνυνται υπό την επίδραση θερμότητας και μερικού περιορισμού·β) οξειδωτικές: ουσίες και παρασκευάσματα τα οποία, σε επαφή με άλλες ουσίες και ιδίως εύφλεκτες ουσίες, προκαλούν ισχυρώς εξώθερμη αντίδραση·
Last Update: 2008-03-04
Usage Frequency: 2
Quality:
Reference:
vzor d
Υπόδειγμα d
Last Update: 2014-11-18
Usage Frequency: 1
Quality:
Reference:
ed d.
nd ∆.
Last Update: 2012-04-11
Usage Frequency: 2
Quality:
Reference:
divize d
Διαίρεση d
Last Update: 2014-11-16
Usage Frequency: 1
Quality:
Reference:
3b001.d
3b001.δ.
Last Update: 2014-11-11
Usage Frequency: 1
Quality:
Reference:
d-glucitolacetát
οξική d-γλυκιτόλη
Last Update: 2014-11-07
Usage Frequency: 1
Quality:
Reference:
celkem (d)
Σύνολο (δ)
Last Update: 2014-11-13
Usage Frequency: 1
Quality:
Reference: