Trying to learn how to translate from the human translation examples.
From professional translators, enterprises, web pages and freely available translation repositories.
the motivation may be increased choice or better prices (which may not necessarily be attributable to vat) or simple perversity.
Τα κίνητρα προς το σκοπό αυτό θα μπορούσαν να είναι η επιθυμία για μεγαλύτερη προσφορά ή για καλύτερες τιμές (οι οποίες ενδέχεται να μην οφείλονται κατ’ανάγκη στον ΦΠΑ) ή η απλή διαστροφή.
any change has to respect this reality which is partly attributable to increased vat rates but mostly to growth in tax base, notwithstanding the economic inefficiencies imposed on business.
Οιαδήποτε αλλαγή πρέπει να λαμβάνει υπόψη την πραγματικότητα αυτή που οφείλεται στους αυξημένους συντελεστές ΦΠΑ και κυρίως στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης παρά την οικονομική αναποτελεσματικότητα που επιβάλλεται στις επιχειρήσεις.
most contributions concluded that the problems are largely attributable to different applications of vat rules by member states, causing particular problems for intra-eu operations.
Οι περισσότερες συνεισφορές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα προβλήματα οφείλονται κατά μεγάλο μέρος στη διαφορετική εφαρμογή των κανόνων ΦΠΑ από τα κράτη μέλη, πράγμα που προκαλεί ιδιαίτερα προβλήματα όσον αφορά τις ενδοενωσιακές πράξεις.
as denominator, the total amount, exclusive of value added tax vat, of turnover per year attributable to transactions included in the numerator and to transactions in respect of which value added tax vat is not deductible.
στον παρονομαστή, το συνολικό ποσό του ετησίου κύκλου εργασιών, άνευ φόρου προστιθεμένης αξίας ΦΠΑ, που αναφέρεται στις πράξεις που περιλαμβάνονται στον αριθμητή, καθώς και στις πράξεις που δεν δημιουργούν δικαίωμα προς έκπτωση.
— as numerator, the total amount, exclusive of [vat], of turnover per year attributable to transactions in respect of which [vat] is deductible under article 17(2) and (3),
— στον αριθμητή, το συνολικό ποσό του ετησίου κύκλου εργασιών, άνευ [ΦΠΑ], που αναφέρεται στις πράξεις, οι οποίες δημιουργούν δικαίωμα προς έκπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφοι 2 και 3,