From professional translators, enterprises, web pages and freely available translation repositories.
lack of funds is the most common factor preventing this right from becoming universal.
Η έλλειψη επαρκών οικονομικών πόρων είναι πιθανότατα η συχνότερη αιτία που εμποδίζει την πραγματική καθολική άσκηση του δικαιώματος αυτού.
the other common factor is a general andsubstantial overcapacity in the downstream oil industry.
Το άλλο κοινό χαρακτηριστικό των αγορών είναι μια γενική και σημαντική πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα στα τελευταία στάδια της παραγωγής πετρελαίου.
though there are many interrelated causes of social exclusion, a common factor is the nature of economic activity.
Αν και πολυάριθμα αλληλένδετα αίτια μπορούν να εξηγήσουν τον κοινωνικό αποκλεισμό ένας κοινός παράγοντας αφορά στο χαρακτήρα της οικονομικής δραστηριότητας.
provision placed as a common factor for ucits for which a management company is designated and for self‑managed investment companies
Διάταξη που ισχύει για τους ΟΣΕΚΑ για τους οποίους έχει οριστεί εταιρεία διαχείρισης και για τα αυτοδιαχειριζόμενα αμοιβαία κεφάλαια
if there is one common factor that i have detected in the speeches of the most representative political groups, it is the idea of ambition.
Εάν υπάρχει ένα κοινό σημείο που διέγνωσα στις ομιλίες των πιο αντιπροσωπευτικών πολιτικών ομάδων, αυτό είναι η ιδέα της φιλοδοξίας.
the commercial applications of biotechnology are diverse: the common factor is the technological expertise in life sciences that is needed for upstream innovation.
Οι εμπορικές εφαρμογές της βιοτεχνολογίας είναι ποικίλες: ο κοινός παράγοντας είναι η τεχνολογική εμπειρογνωμοσύνη στις βιοεπιστήμες που είναι απαραίτητη για την καινοτομία ανωτέρου σταδίου.
24 expertise in open and distance learning as well as the potential benefits of open and distance learning is a common factor which links higher education and industry.
24 Η ειδίκευση σε ανοικτή και εξ αποστάσεως εκμάθηση καθώς και τα ενδεχόμενα οφέλη της ανοικτής και εξ αποστάσεως εκμάθησης αποτελούν έναν κοινό παράγοντα που συνδέει την ανώτατη παιδεία και τη βιομηχανία.
in circumstances where companies have to accommodate different standards in different regimes it is customary to establish policies geared to the “highest common factor”.
Σε περιπτώσεις όπου οι επιχειρήσεις πρέπει να ακολουθούν διαφορετικά πρότυπα που επιβάλλονται από διαφορετικά καθεστώτα, είναι σύνηθες να διαμορφώνονται πολιτικές προσαρμογής στον "υψηλότερο κοινό παρανομαστή".
and that is why last night, in the committee on budgets, the common factor of the speeches of all the members of the group of the european people 's party was raising the reserve.
Και αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο ο κοινός παρονομαστής των παρεμβάσεων όλων των μελών της Ομάδας του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος εχθές το βράδυ στην Επιτροπή Προϋπολογισμών ήταν η αύξηση του αποθεματικού.
to take the simplest example,::formula_33the above series is a geometric series with the first term as 1/10 and the common factor 1/10.
Για να πάρετε το πιο απλό παράδειγμα,formula_39Η παραπάνω σειρά είναι μια Γεωμετρική σειρά με τον πρώτο όρο ως 1/10 και το κοινό παράγοντα 1/10.
one common factor is that the member states are required to transpose the measures provided for by directives or framework decisions and to notify the commission or, in certain cases, the general secretariat of the council, of them.
Ως κοινός παρανομαστής περιλαμβάνεται αρχικά η υποχρέωση των κρατών μελών, να μεταφέρουν σε εθνικό επίπεδο τα μέτρα που προβλέπονται βάσει των οδηγιών και των αποφάσεων-πλαίσιο και να ανακοινώνουν τα εν λόγω μέτρα μεταφοράς συστηματικά στην Επιτροπή και/ή, κατά περίπτωση, στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου.
but there is a common factor, a hard core, comprising unemployment, the resignation or withdrawal of public services and the disappearance of small and medium-sized enterprises, both commercial and other kinds.
Ωστόσο υπάρχει μια συνισταμένη, ένας σκληρός πυρήνας που συνίσταται στην ανεργία, στην παραίτηση ή την υποχώρηση των δημόσιων υπηρεσιών και στην εξαφάνιση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, εμπορικών και άλλων.
the common factor shared by all criteria used for evaluation of offers is that they must, like the criteria cited as examples, all concern the nature of the work which is the subject-matter of the contract or the manner in which it is carried out48.
Το κοινό στοιχείο των κριτηρίων που χρησιμοποιούνται για να κριθούν οι προσφορές είναι ότι πρέπει, όπως τα κριτήρια που αναφέρθηκαν ενδεικτικά προηγουμένως, να αφορούν τη φύση της παροχής που αποτελεί αντικείμενο της σύμβασης ή τις συνθήκες εκτέλεσής της48.
(example: the natural numbers 2 and 6 have a common factor greater than 1, and 6 and 3 have a common factor greater than 1, but 2 and 3 do not have a common factor greater than 1).
(Παράδειγμα: Οι φυσικοί αριθμοί 2 και 6 έχουν ένα κοινό παράγοντα μεγαλύτερο από 1, και 6 και 3, έχουν ένα κοινό παράγοντα μεγαλύτερο από 1, αλλά 2 και 3 δεν έχουν ένα κοινό παράγοντα μεγαλύτερο από 1).
the most common factors contributing to service-related innovations for example include social structural changes, new customer needs and the reaction of businesses to such changes.
Στους παράγοντες που συμβάλλουν συχνά, για παράδειγμα, σε καινοτομίες που αφορούν παροχή υπηρεσιών συγκαταλέγονται οι διαρθρωτικές κοινωνικές αλλαγές, οι νέες ανάγκες των πελατών, καθώς και η αντίδραση των επιχειρήσεων σε παρόμοιες μεταβολές.