From professional translators, enterprises, web pages and freely available translation repositories.
crowding-out
Παραγκωνισμός επενδυτών
Last Update: 2014-11-21
Usage Frequency: 4
Quality:
the latter would imply lower output growth by crowding out private consumption or investment.
Η δεύτερη περίπτωση συνεπάγεται χαμηλότερη αύξηση της παραγωγής, διότι παραμερίζεται η ιδιωτική κατανάλωση και οι ιδιωτικές επενδύσεις.
7.10 it also has been widely overlooked that the "crowding out" hypothesis assumes full employment.
7.10 Συν τοις άλλοις, δεν ελήφθη υπόψη το γεγονός ότι η «υπόθεση της εκτόπισης των επενδύσεων» (crowding out) προϋποθέτει πλήρη απασχόληση.
finally, only aided banks submitted valid bids so there was no crowding out of non-aided bidders.
Τέλος, μόνον ενισχυόμενες τράπεζες υπέβαλαν έγκυρες προσφορές και, συνεπώς, δεν υπήρξε παραγκωνισμός προσφερόντων που δεν είχαν λάβει ενίσχυση.
for instance, hiring incentives for firms can come with relatively large deadweight losses or crowding-out effects.
Για παράδειγμα, τα κίνητρα πραγματοποίησης προσλήψεων για επιχειρήσεις ενδέχεται να συνοδεύονται από σχετικώς σημαντική απώλεια αποτελεσματικότητας ή φαινόμενα παραγκωνισμού.
however, public funding has to be used carefully in the liberalised telecoms markets to avoid a crowding out of private investments.
Ωστόσο, η δημόσια χρηματοδότηση πρέπει να χρησιμοποιείται προσεκτικά στις ελευθερωμένες αγορές τηλεπικοινωνιών, ούτως ώστε να αποφευχθεί ο παραγκωνισμός των ιδιωτικών επενδύσεων.
however, investment support for large firms remains, which can lead to the crowding out of private investment by public funding.
Ωστόσο, η υποστήριξη επενδύσεων για μεγάλες εταιρείες παραμένει, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε παραγκωνισμό των ιδιωτικών επενδύσεων από τη δημόσια χρηματοδότηση.
however, aid has to be used carefully in the liberalised telecoms markets to avoid a 'crowding out' of private investment.
Ωστόσο, οι ενισχύσεις πρέπει να χρησιμοποιούνται προσεκτικά στις ελευθερωμένες αγορές τηλεπικοινωνιών, ούτως ώστε να αποφευχθεί ο παραγκωνισμός των ιδιωτικών επενδύσεων.
state aid can be justified when it is necessary to increase the incentive to innovate and when it does not lead to a crowding out of private initiatives or to unfair competition.
Οι κρατικές ενισχύσεις μπορεί να δικαιολογηθούν όταν είναι αναγκαίες για την αύξηση των κινήτρων για καινοτομία και όταν δεν οδηγούν σε μαρασμό την ιδιωτική πρωτοβουλία ή σε αθέμιτο ανταγωνισμό.
thus, public sector savings played a buffer role in meeting the increasing financial needs of private agents by mitigating crowding-out effects.
Έτσι, η αποταμίευση του δημόσιου τομέα απορρόφησε τους κραδασμούς όσον αφορά την κάλυψη των αυξανόμενων χρηματοδοτικών αναγκών του ιδιωτικού τομέα, μετριάζοντας τα αποτελέσματα παραγκωνισμού.
consumer price inflation was at almost 20% and budgetary deficits had reached alarming levels, absorbing an increasing share of private savings and crowding out investment.
Ο ρυθμός αύξησης του δείκτη τιμών καταναλωτή ήταν σχεδόν 20% και τα ελλείμματα του προϋπολογισμού είχαν φτάσει σε ανησυχητικά επίπεδα, απορροφώντας αυξανόμενο μερίδιο των ιδιωτικών αποταμιεύσεων και αποθαρρύνοντας τις επενδύσεις.
there was no evidence of significant crowding out of private investment or of undermining domestic revenue effort, nor any clear evidence that budget support funds were more affected by corruption than other forms of aid.
Δεν υπήρχαν στοιχεία σημαντικού παραγκωνισμού ιδιωτικών επενδύσεων ή αποτροπής της εξασφάλισης εγχώριων εσόδων, ούτε σαφή στοιχεία για το ότι η δημοσιονομική στήριξη χρηματοδοτεί τους τομείς που πλήττονται περισσότερο από διαφθορά από άλλες μορφές βοήθειας.
due account must also be taken of the impact of government support for business creation, in order to avoid the crowding-out of private investment and measures that are damaging to competition.
Θα πρέπει επίσης να ληφθεί δεόντως υπόψη η επίπτωση των δημόσιων ενισχύσεων για τη δημιουργία επιχειρήσεων, ώστε να παρεμποδισθεί ο παραγκωνισμός των ιδιωτικών επενδύσεων και η λήψη μέτρων που βλάπτουν τον ανταγωνισμό.