From professional translators, enterprises, web pages and freely available translation repositories.
depreciated
ΙΔΙΑ
Last Update: 2022-06-30
Usage Frequency: 1
Quality:
Reference:
unit labour cost growth is contained and the real effective exchange rate depreciated in 2014.
Η αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος είναι περιορισμένη και η πραγματική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία υπέστη υποτίμηση κατά το 2014.
nras should not include reusable legacy civil engineering assets that are fully depreciated but still in use.
Οι ΕΡΑ δεν πρέπει να περιλαμβάνουν στους υπολογισμούς τους τα επαναχρησιμοποιήσιμα προϋπάρχοντα στοιχεία ενεργητικού που αφορούν τεχνικά έργα υποδομής τα οποία έχουν αποσβεσθεί πλήρως αλλά εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται.
costs depreciated before the transposition of decision 168/1999 into national law cannot give rise to stranded costs.
Οι δαπάνες που έχουν αποσβεστεί πριν τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών της απόφασης 168/1999/ΕΚ δεν μπορούν να αποτελέσουν λανθάνον κόστος.