From professional translators, enterprises, web pages and freely available translation repositories.
fresh mustsplace one litre of must, whose concentration of fermentable sugars has been previously determined, in the fermentation vessel.
nωπά γλεύκηfέρεται ένα λίτρο γλεύκους, του οποίου η περιεκτικότητα σε ζυμώσιμα σάκχαρα έχει προηγουμένως προσδιοριστεί, στο δοχείο που προορίζεται για τη ζύμωση.
allowing grain to commence germination to activate naturally occurring enzymes that are able to break down starch to fermentable carbohydrates and proteins to amino acids and peptides
Αφήνονται οι σπόροι να αρχίσουν να βλαστάνουν για να ενεργοποιηθούν φυσικώς παρόντα ένζυμα που μπορούν να διασπάσουν το άμυλο σε ζυμώσιμους υδατάνθρακες και τις πρωτεΐνες σε αμινοξέα και πεπτίδια.
the fermentable but unfermented product obtained by suitable physical processes such as sieving, grinding, milling the edible part of whole or peeled fruit without removing the juice.
Το ζυμώσιμο αλλά μη ζυμωθέν προϊόν που λαμβάνεται με κατάλληλες φυσικές διεργασίες, όπως κοσκίνισμα, λειοτρίβηση ή άλεση του βρώσιμου μέρους ολόκληρων ή αποφλοιωμένων φρούτων, χωρίς αφαίρεση του χυμού.
grape juice: the unfermented but fermentable liquid product obtained by appropriate treatment rendering it fit for consumption as it is; it may be obtained:
Χυμός σταφυλιών: το μη ζυμωθέν, αλλά επιδεκτικό ζυμώσεως, υγρό προϊόν, το οποίο λαμβάνεται με επεξεργασίες που το καθιστούν κατάλληλο για κατανάλωση, το οποίο προέρχεται:
however, a consequence of the use of sweeteners can be that the shelf life is increased because of the lack of fermentable sugar which the sweetener has replaced; therefore the commission is unable to accept amendment 73.
Ωστόσο, μια συνέπεια της χρήσης γλυκαντικών ουσιών μπορεί να είναι η παράταση του χρόνου διατήρησης, λόγω της απουσίας ζυμώσιμων σακχάρων, τα οποία έχουν αντικατασταθεί από τη γλυκαντική ουσία· ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να δεχθεί την τροπολογία 73.
the fermentable but unfermented product obtained from the edible part of fruit which is sound and ripe, fresh or preserved by chilling or freezing of one or more kinds mixed together having the characteristic colour, flavour and taste typical of the juice of the fruit from which it comes.
Το ζυμώσιμο αλλά μη ζυμωθέν προϊόν που λαμβάνεται από το βρώσιμο τμήμα υγιών και ώριμων φρούτων, ενός ή πολλών ειδών, νωπών ή διατηρημένων με ψύξη ή κατάψυξη, και έχει το χρώμα, το άρωμα και τη χαρακτηριστική γεύση των χυμών των φρούτων από τα οποία προέρχεται.
definition of fruit nectar as the unfermented, but fermentable product obtained by the addition of water, with or without the addition of sugar, to fruit juice, fruit purée or to a mixture of these products. 2.
Το νέκταρ φρούτου ορίζεται ως το μη ζυμωμένο αλλά ζυμώσιμο προϊόν που λαμβάνεται με προσθήκη νερού, με ή χωρίς προσθήκη ζάχαρης, στο χυμό του φρούτου, στον πολτό φρούτου ή σε μείγμα των προϊόντων αυτών. 2.
definition of 'fruit nectar' as the unfermented, but fermentable product obtained by the addition of water, with or without the addition of sugar, to fruit juice, concentrated fruit juice, fruit purée or a mixture of these products.
Το νέκταρ φρούτου ορίζεται ως το μη ζυμωθέν αλλά ζυμώσιμο προϊόν που λαμβάνεται με προσθήκη νερού, με ή χωρίς προσθήκη σακχάρων, σε χυμό φρούτου, συμπυκνωμένο χυμό φρούτου, πολτό φρούτου ή σε μίγμα των προϊόντων αυτών. 2.