検索ワード: teilzeitbeschäftigte (ドイツ語 - ギリシア語)

人による翻訳

プロの翻訳者、企業、ウェブページから自由に利用できる翻訳レポジトリまで。

翻訳の追加

ドイツ語

ギリシア語

情報

ドイツ語

teilzeitbeschäftigte

ギリシア語

_bar_οε1000ς_bar_

最終更新: 2014-02-06
使用頻度: 1
品質:

ドイツ語

teilzeitbeschäftigte in %

ギリシア語

Απασχολούμενοι κατά μερική απασχόληση %

最終更新: 2014-02-06
使用頻度: 1
品質:

ドイツ語

teilzeitbeschäftigte arbeitnehmer

ギリシア語

Μισθωτοί μερικής απασχόλησης

最終更新: 2014-11-18
使用頻度: 1
品質:

ドイツ語

teilzeitbeschäftigte (% der erwerbstätigen)

ギリシア語

Μερικώς απασχολούμενοι (% απασχολουμένων)

最終更新: 2014-02-06
使用頻度: 1
品質:

ドイツ語

1991 teilzeitbeschäftigte (in 1 000)

ギリシア語

1991 Μισθωτοί μερικής απασχόλησης (χ 1 000):

最終更新: 2014-02-06
使用頻度: 1
品質:

ドイツ語

teilzeitbeschäftigte (in % der beschäftigten)

ギリシア語

Θέσεις εργασίας μερικής απασχόλησης (σε % της απασχόλησης)

最終更新: 2017-04-07
使用頻度: 1
品質:

ドイツ語

teilzeitbeschäftigte arbeitnehmer (ohne auszubildende)

ギリシア語

Μισθωτοί μερικής απασχόλησης (εκτός των μαθητευομένων)

最終更新: 2014-11-18
使用頻度: 1
品質:

ドイツ語

teilzeitbeschäftigte arbeitnehmer, umgerechnet in vollzeitäquivalente

ギリシア語

Μισθωτοί μερικής απασχόλησης που μετατρέπονται σε μονάδες πλήρους απασχόλησης (εκτός των μαθητευομένων)

最終更新: 2014-11-18
使用頻度: 1
品質:

ドイツ語

teilzeitbeschäftigte nach geschlecht und mitgliedstaat, 198b.

ギリシア語

Εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης, ανά φώλο και ανά κράτος μέλος, 1986.

最終更新: 2014-02-06
使用頻度: 1
品質:

ドイツ語

teilzeitbeschäftigte haben weniger berufliche aufstiegsmöglichkeiten.

ギリシア語

Οι μερικώς απασχολούμενοι έχουν λιγότερες προοπτικές επαγγελματικής ανόδου.

最終更新: 2014-02-06
使用頻度: 1
品質:

ドイツ語

sonderregelungen bestehen jedoch für teilzeitbeschäftigte hausangestellte.

ギリシア語

Για περισσότερες πληροφορίες, βλέπε μέρος Ι του οδηγού.

最終更新: 2014-02-06
使用頻度: 1
品質:

ドイツ語

es waren teilzeitbeschäftigte, und es waren selbständige.

ギリシア語

Αναμένουμε πολλά από εσάς στη Σύνοδο Κορυφής του 'Εσσεν, κ. delors, Πρόεδρε της Επιτροπής.

最終更新: 2014-02-06
使用頻度: 1
品質:

ドイツ語

• wieviele teilzeitbeschäftigte von außerhalb eingestellt wurden,

ギリシア語

• τον αριθμό εργαζομένων μερικής απασχόλησης οι οποίοι προσελήφθησαν από έξω,

最終更新: 2014-02-06
使用頻度: 1
品質:

ドイツ語

1997 teilzeitbeschäftigte männer in % aller männlichen beschäftigten

ギリシア語

1997 Μερικώς απασχολούμενοι άνδρες ως ποσοστόαπασχολούμενων ανδρών

最終更新: 2014-02-06
使用頻度: 1
品質:

ドイツ語

abbildung g9: teilzeitbeschÄftigte lehrer im sekundarbereich nach geschlecht

ギリシア語

ΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ Ζ9: ΑΝΑΛΟΠΕΣ ΑΝΔΡΩΝ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΕΡΓΑΖΟΝΤΑΙ ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΜΕ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΜΕΡΙΚΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ, 1994/95

最終更新: 2014-02-06
使用頻度: 1
品質:

ドイツ語

teilzeitbeschäftigte arbeitnehmer, umgerechnet in vollzeitäquivalente (ohne auszubildende)

ギリシア語

Μισθωτοί μερικής απασχόλησης που μετατρέπονται σε μονάδες πλήρους απασχόλησης (εκτός των μαθητευομένων)

最終更新: 2014-11-18
使用頻度: 1
品質:

ドイツ語

teilzeitbeschäftigte sind ein immer stärker werdender bestandteil des arbeitsmarktes.

ギリシア語

Οι εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης γίνονται όλο και περισσότερο αξιόλογο συστατικό της αγοράς εργασίας.

最終更新: 2014-02-06
使用頻度: 1
品質:

ドイツ語

(5) frauen und teilzeitbeschäftigte: eurostat-schätzung 1989.

ギリシア語

(5) Γυναίκες και εργαζόμενοι με μειωμένο ωράριο: εκτίμηση eurostat 1989.

最終更新: 2014-02-06
使用頻度: 1
品質:

ドイツ語

im privatsektor 10 tage urlaub pro jahr (anteilig für teilzeitbeschäftigte)

ギリシア語

Στον ιδιωτικό τομέα, 10 ημέρες άδεια ετησίως (κατ΄αναλογία για εργαζομένους με μερική απασχόληση)

最終更新: 2017-04-07
使用頻度: 1
品質:

ドイツ語

finden sind, so daß arbeitgeber auf teilzeitbeschäftigte "ausweichen" müssen.

ギリシア語

σημαίνει, μεταξύ άλλων, και δυσανάλογα μεγάλες εξοικονομήσεις σε κονδύλια, όπως λ.χ. τα διάφορα επιδόματα και οι πληρωμές προνοίας οι οποίες συχνά δεν καταβάλλονται στους εργαζομένους με μερική απασχόληση.

最終更新: 2014-02-06
使用頻度: 1
品質:

警告:見えない HTML フォーマットが含まれています

人による翻訳を得て
7,781,553,816 より良い訳文を手にいれましょう

ユーザーが協力を求めています。



ユーザー体験を向上させるために Cookie を使用しています。弊社サイトを引き続きご利用いただくことで、Cookie の使用に同意していただくことになります。 詳細。 OK