검색어: learnt (영어 - 그리스어)

인적 기여

전문 번역가, 번역 회사, 웹 페이지 및 자유롭게 사용할 수 있는 번역 저장소 등을 활용합니다.

번역 추가

영어

그리스어

정보

영어

lessons learnt

그리스어

Διδάγματα

마지막 업데이트: 2017-04-26
사용 빈도: 3
품질:

영어

a lesson learnt

그리스어

Ένα δίδαγμα

마지막 업데이트: 2014-02-06
사용 빈도: 2
품질:

영어

lessons learnt so far

그리스어

Η πείρα που αποκτήθηκε μέχρι σήμερα

마지막 업데이트: 2014-02-06
사용 빈도: 4
품질:

영어

i learnt it from him.

그리스어

Το έμαθα απ'αυτόν.

마지막 업데이트: 2014-02-01
사용 빈도: 1
품질:

영어

lessons learnt from controls

그리스어

Η αποκτηθείσα εμπειρία από τους ελέγχους

마지막 업데이트: 2017-04-06
사용 빈도: 1
품질:

영어

impact/ key lessons learnt

그리스어

Αντίκτυπος/ κύρια διδάγματα

마지막 업데이트: 2017-04-06
사용 빈도: 1
품질:

영어

best practices and lessons learnt

그리스어

Βέλτιστες πρακτικές και διδάγματα που αντλήθηκαν

마지막 업데이트: 2017-04-06
사용 빈도: 1
품질:

영어

we have learnt from this situation.

그리스어

Επωφεληθήκαμε τα διδάγματα αυτής της κατάστασης.

마지막 업데이트: 2012-03-22
사용 빈도: 5
품질:

영어

i have learnt a great deal!

그리스어

Έμαθα πολλά.

마지막 업데이트: 2012-02-28
사용 빈도: 2
품질:

영어

person who learnt to live alone

그리스어

Σιωπή δεν σημαίνει θάνατος

마지막 업데이트: 2023-07-20
사용 빈도: 1
품질:

영어

the commission has thus learnt nothing.

그리스어

Η Επιτροπή δεν έμαθε τίποτα λοιπόν.

마지막 업데이트: 2012-03-22
사용 빈도: 5
품질:

영어

what lessons can be learnt from it?

그리스어

Ποια διδάγματα θα μπορούσαν να εξαχθούν από αυτές;

마지막 업데이트: 2017-04-06
사용 빈도: 1
품질:

영어

i've learnt something from this book.

그리스어

Έχω μάθει κάτι από αυτό το βιβλίο.

마지막 업데이트: 2014-02-01
사용 빈도: 1
품질:

영어

satisfactory, however lack of lessons learnt

그리스어

Συ-βούλιο τη7 Ευρώpiη7/ nap 2005

마지막 업데이트: 2014-02-06
사용 빈도: 2
품질:

영어

but we have gradually learnt to reconcile our

그리스어

Β3-502/89 του κ.booklet και άλλων.

마지막 업데이트: 2014-02-06
사용 빈도: 2
품질:

영어

this is what we have learnt from this discussion.

그리스어

Αυτό αποκομίσαμε από τη συζήτηση αυτή.

마지막 업데이트: 2012-03-22
사용 빈도: 5
품질:

영어

mr president, some things are quickly learnt.

그리스어

. (nl) Κύριε Πρόεδρε, ορισμένα πράγματα μπορεί να τα μάθει κανείς γρήγορα.

마지막 업데이트: 2012-02-28
사용 빈도: 2
품질:

영어

lessons have been learnt from experience of this kind.

그리스어

Αυτό προκύπτει από την αποκτηϋείσα εμπειρία.

마지막 업데이트: 2014-02-06
사용 빈도: 1
품질:

영어

lessons have been learnt during the recent epidemics.

그리스어

Κατά τη διάρκεια των πρόσφατων επιδημικών εκρήξεων αντλήθηκαν πολλά διδάγματα.

마지막 업데이트: 2017-04-06
사용 빈도: 1
품질:

영어

dissemination of results, lessons learnt, acquired know-how;

그리스어

Διάδοση των αποτελεσμάτων, των πορισμάτων και της αποκτηθείσας τεχνογνωσίας,

마지막 업데이트: 2017-04-06
사용 빈도: 1
품질:

인적 기여로
8,896,755,383 더 나은 번역을 얻을 수 있습니다

사용자가 도움을 필요로 합니다:



당사는 사용자 경험을 향상시키기 위해 쿠키를 사용합니다. 귀하께서 본 사이트를 계속 방문하시는 것은 당사의 쿠키 사용에 동의하시는 것으로 간주됩니다. 자세히 보기. 확인