전문 번역가, 번역 회사, 웹 페이지 및 자유롭게 사용할 수 있는 번역 저장소 등을 활용합니다.
varnishing - an activity by which a varnish or an adhesive coating for the purpose of later sealing the packaging material is applied to a flexible material.
βερνίκωμα: δραστηριότητα κατά την οποία εφαρμόζεται σε ένα εύκαμπτο υλικό βερνίκι ή συγκολλητική επίστρωση συγκολλητικό επίχρισμα για τη μεταγενέστερη σφράγιση του υλικού συσκευασίας .
varnishing: an activity by which a varnish or an adhesive coating is applied to a flexible material for the purpose of later sealing the packaging material;
βερνίκωμα: δραστηριότητα κατά την οποία εφαρμόζεται βερνίκι ή συγκολλητική επίστρωση σε εύκαμπτο υλικό για τη μεταγενέστερη σφράγιση του υλικού συσκευασίας·
rotogravure printing; flexography printing; laminating as part of a printing activity; varnishing as part of a printing activity; wood coating; coating of textiles, fabric film or paper; adhesive coating
Εκδοτική βαθυτυπία (ιλουστρασιόν), φλεξογραφία, πολύστρωση συνδεόμενη με δραστηριότητα εκτύπωσης, βερνίκωμα συνδεδεμένο συνδεόμενο με δραστηριότητα εκτύπωσης, επίχριση ξύλου, επίχριση υφάνσιμων υλών, υφασμάτων, μεμβρανών ή χαρτιού, επίχριση με συγκολλητικές ύλες