전문 번역가, 번역 회사, 웹 페이지 및 자유롭게 사용할 수 있는 번역 저장소 등을 활용합니다.
번역 추가
diélectrique
Διηλεκτρικό
마지막 업데이트: 2015-05-27 사용 빈도: 4 품질: 추천인: Wikipedia
diélectrique dopé
νοθευμένο διηλεκτρικό
마지막 업데이트: 2014-11-13 사용 빈도: 1 품질: 추천인: IATE
contrôle diélectrique
διηλεκτρικός έλεγχος
마지막 업데이트: 2014-11-14 사용 빈도: 1 품질: 추천인: IATE
diode à diélectrique
δίοδος με διηλεκτρικό
technologie isolation diélectrique
τεχνολογία διηλεκτρικής μόνωσης
마지막 업데이트: 2014-11-15 사용 빈도: 1 품질: 추천인: IATE
saturation d'une diélectrique
κορεσμός διηλεκτρικού
antenne à lentille diélectrique
κεραία διηλεκτρικού ραδιοφακού
tension d'essais diélectrique
τάση δοκιμής μόνωσης
câble coaxial à diélectrique air
αερογεμές ομοαξονικό καλώδιο
guide d'ondes diélectrique plan
πλακοειδής διηλεκτρικός κυματοδηγός
câble coaxial à diélectrique multicouche
χαντροφόρο ομοαξονικό
cuisson des noyaux par chauffage diélectrique
διηλεκτρικό ψήσιμο πυρήνα
couche diélectrique déposée par pulvérisation réactive
στρώμα διηλεκτρικού από καθοδικό διασκορπισμό
transformateurs sans diélectrique liquide, de faible puissance
Άλλοι μετασχηματιστές, με ικανότητα μετασχηματισμού ρεύματος > 16 kva Μέρος τρίτο - Ταξινόμηση cpa 1996
마지막 업데이트: 2014-02-06 사용 빈도: 1 품질: 추천인: IATE경고: 보이지 않는 HTML 형식이 포함되어 있습니다
cpa 27.11.41: transformateurs à diélectrique liquide
cpa 27.11.41: Υγροί διηλεκτρικοί μετασχηματιστές
마지막 업데이트: 2014-11-12 사용 빈도: 1 품질: 추천인: IATE
transformateurs à diélectrique liquide de puissance > 650 kva mais ≤ 10000 kva
Μετασχηματιστές με διηλεκτρικό υγρό, με ισχύ άνω των 650 kvΑ και έως 10000 kva
마지막 업데이트: 2014-11-12 사용 빈도: 1 품질: 추천인: IATE경고: 보이지 않는 HTML 형식이 포함되어 있습니다
il est principalement utilisé comme diélectrique dans les systèmes de distribution et de transmission électriques.
Χρησιμοποιείται κυρίως ως διηλεκτρικό στα συστήματα μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας.
마지막 업데이트: 2017-04-07 사용 빈도: 1 품질: 추천인: IATE
cpa 28.21.13: fours industriels ou de laboratoire, électriques; équipement de chauffage à induction ou diélectrique
cpa 28.21.13: Βιομηχανικοί η εργαστηριακοί ηλεκτρικοί κλίβανοι και φούρνοι· επαγωγικός ή διηλεκτρικός θερμικός εξοπλισμός
four à chauffage par pertes diélectriques
κλίβανος θέρμανσης με διηλεκτρικές απώλειες