검색어: in dealing with (영어 - 그리스어)

인적 기여

전문 번역가, 번역 회사, 웹 페이지 및 자유롭게 사용할 수 있는 번역 저장소 등을 활용합니다.

번역 추가

영어

그리스어

정보

영어

cooperation in dealing with complaints

그리스어

ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΕΚΠΕΡΑΙΩΣΗ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΩΝ

마지막 업데이트: 2014-02-06
사용 빈도: 2
품질:

영어

avoidable delay in dealing with infringement complaint

그리스어

Καθυστέρηση που θα μπορούσε να αποφευχθεί κατά την εξέταση καταγγελίας επί παραβάσει

마지막 업데이트: 2014-02-06
사용 빈도: 2
품질:

영어

the eu has to play its part in dealing with them.

그리스어

Η ΕΕ πρέπει να διαδραματίσει το ρόλο της στην αντιμετώπισή τους.

마지막 업데이트: 2017-04-26
사용 빈도: 1
품질:

영어

the liaison network cooperation in dealing with complaints

그리스어

ΤΟ ΔΙΚΤΥΟ ΕΠΑΦΗΣ

마지막 업데이트: 2014-02-06
사용 빈도: 2
품질:

영어

stamina is what we need in dealing with this issue.

그리스어

Αυτό που χρειαζόμαστε όταν πραγματευόμαστε αυτό το ζήτημα είναι ζωτικότητα.

마지막 업데이트: 2012-03-22
사용 빈도: 5
품질:

영어

what problems arise in dealing with these petitions?

그리스어

Υπάρχουν παρατήρησης;

마지막 업데이트: 2014-02-06
사용 빈도: 2
품질:

영어

the difficulties in dealing with north korea are manifold.

그리스어

Κορέα.

마지막 업데이트: 2014-02-06
사용 빈도: 2
품질:

영어

the eesc had a lot of experience in dealing with turkey;

그리스어

η ΕΟΚΕ διαθέτει μακρά εμπειρία στις σχέσεις με την Τουρκία·

마지막 업데이트: 2017-04-06
사용 빈도: 1
품질:

영어

great caution is necessary in dealing with genetic material.

그리스어

Το θέμα των γονιδίων πρέπει να αντιμετωπισθεί με ιδιαίτερη ευαισθησία.

마지막 업데이트: 2012-03-22
사용 빈도: 5
품질:

영어

0 assist project consortium members in dealing with customs procedures

그리스어

♦ παρέχουν υποστήριξη στους υποψηφίους προγραμμάτων

마지막 업데이트: 2014-02-06
사용 빈도: 2
품질:

영어

• disruption and costs in dealing with a competition law investigation.

그리스어

• αναστάτωση και έξοδα όσον αφορά την αντιμετώπιση έρευνας υπό το νόμο περί ανταγωνισμού.

마지막 업데이트: 2012-12-05
사용 빈도: 3
품질:

영어

two problems arise in dealing with the prosecution of child pornography.

그리스어

Όταν κανείς ασχολείται με την ποινική δίωξη αυτής της παιδικής πορνογραφίας, τότε, ξέρετε, έχει να αντιμετωπίσει δύο προβλήματα.

마지막 업데이트: 2012-02-28
사용 빈도: 3
품질:

영어

the fourth directive made great strides in dealing with these problems.

그리스어

Η Τέταρτη Οδηγία σημείωσε αλματώδη πρόοδο σε ό, τι αφορά την αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών.

마지막 업데이트: 2012-03-22
사용 빈도: 5
품질:

영어

mistakes have been made in dealing with this evolving problem by successive governments.

그리스어

Διαδοχικές κυβερνήσεις έχουν διαπράξει λάθη κατά την αντιμετώπιση αυτού του εξελισσόμενου προβλήματος.

마지막 업데이트: 2012-03-22
사용 빈도: 3
품질:

영어

the commission’s role in dealing with information requests, complaints and petitions

그리스어

Ο ρόλος της Επιτροπής στον χειρισμό αιτημάτων ενημέρωσης, καταγγελιών και αναφορών

마지막 업데이트: 2017-04-06
사용 빈도: 1
품질:

영어

economic migration is also acquiring strategic importance in dealing with skills shortages.

그리스어

Στρατηγική σημασία για την αντιμετώπιση των ελλείψεων δεξιοτήτων αποκτά επίσης και η οικονομική μετανάστευση.

마지막 업데이트: 2017-04-06
사용 빈도: 1
품질:

영어

differentiating the approach in dealings with other regions

그리스어

Διαφοροποίηση της προσέγγισης των σχέσεων με τις άλλες περιοχές

마지막 업데이트: 2017-04-06
사용 빈도: 1
품질:

영어

6) representation for consumers in dealings with operators and regulators;

그리스어

6) πρόβλεψη της αντιπροσώπευσης των καταναλωτών στους εκμεταλλευτές και στους νομοθέτες

마지막 업데이트: 2017-04-26
사용 빈도: 1
품질:

영어

the issue of belarus was constantly being raised in dealings with russia;

그리스어

Το ζήτημα της Λευκορωσίας ανακύπτει διαρκώς στις διαπραγματεύσεις με τη Ρωσία·

마지막 업데이트: 2017-04-06
사용 빈도: 1
품질:

영어

company disclosure company in dealings with third parties (para­graph 2).

그리스어

Δημοσιότητα των υποκαταστημάτων κεφαλαιουχικών εταιρειών διαδικασία την εξουσία να δεσμεύουν την εταιρεία έναντι των τρίτων (παράγραφος 2).

마지막 업데이트: 2014-02-06
사용 빈도: 2
품질:

인적 기여로
9,162,255,759 더 나은 번역을 얻을 수 있습니다

사용자가 도움을 필요로 합니다:



당사는 사용자 경험을 향상시키기 위해 쿠키를 사용합니다. 귀하께서 본 사이트를 계속 방문하시는 것은 당사의 쿠키 사용에 동의하시는 것으로 간주됩니다. 자세히 보기. 확인