来自专业的译者、企业、网页和免费的翻译库。
添加一条翻译
causing
Αιτιότητα
最后更新: 2011-10-06 使用频率: 2 质量: 参考: Wikipedia
substance causing infertility
ουσία που προκαλεί στειρότητα
最后更新: 2014-11-15 使用频率: 5 质量: 参考: IATE警告:此对齐可能有误。如果您觉得是这样,请将其删除。
reacts causing hazard.
Αντιδρά προκαλώντας κίνδυνο.
最后更新: 2014-02-06 使用频率: 2 质量: 参考: IATE
substance causing low fertility
ουσία που μειώνει τη γονιμότητα
suspected of causing cancer.
Ύποπτο για πρόκληση καρκίνου.
最后更新: 2014-11-14 使用频率: 3 质量: 参考: IATE
h351 suspected of causing cancer
h351 Ύποπτο για πρόκληση καρκίνου
最后更新: 2014-11-21 使用频率: 15 质量: 参考: IATE
this is already causing revival.
Υπ' αυτές τις συνθήκες, βρισκόμαστε ήδη σε πλήρη ανάκαμψη.
最后更新: 2012-02-28 使用频率: 3 质量: 参考: IATE
h351: suspected of causing cancer
Ύποπτο για πρόκληση καρκίνου r40
最后更新: 2014-11-21 使用频率: 2 质量: 参考: IATE
infections and malignancies causing myelosuppression
Λοιμώξεις και κακοήθειες που προκαλούν μυελοκαταστολή
最后更新: 2017-04-26 使用频率: 1 质量: 参考: IATE
suspected of causing genetic defects.
Ύποπτο για πρόκληση γενετικών ελαττωμάτων.
protection from cancer-causing chemicals
Προστασία από καρκινογόνες χημικές ουσίες
最后更新: 2017-04-06 使用频率: 1 质量: 参考: IATE
h341 suspected of causing genetic defects
h341 Ύποπτο για πρόκληση γενετικών ελαττωμάτων
最后更新: 2014-11-21 使用频率: 10 质量: 参考: IATE
infections including agents causing pneumonia.
Λοιμώξεις, συμπεριλαμβανομένων παραγόντων που προκαλούν πνευμονία
bleeding within the brain causing death
Αιμορραγία στον εγκέφαλο η οποία προκαλεί το θάνατο
overdose can result causing severe hypoglycemia.
Η υπερδοσολογία μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα σοβαρή υπογλυκαιμία.
protection from cancer-causing chemicals (cat.
Προστασία από καρκινογόνους χημικές ουσίες (Κατ.
cough, infections including agents causing pneumonia.
Βήχας, λοιμώξεις που περιλαμβάνουν παράγοντες που προκαλούν αναιμία.
最后更新: 2008-03-04 使用频率: 6 质量: 参考: IATE警告:此对齐可能有误。如果您觉得是这样,请将其删除。
we cannot prevent this crisis from causing unemployment.
Δεν μπορούμε να αποτρέψουμε την πρόκληση ανεργίας εξαιτίας αυτής της κρίσης.
a viral infection causing cold sores (herpes).
Ιογενής λοίμωξη που προκαλεί φυσαλίδες στο δέρμα (έρπης).
protection from cancer-causing chemicals (category c)
Προστασία από καρκινογόνες χημικές ουσίες (Κατηγορία Γ)