来自专业的译者、企业、网页和免费的翻译库。
phosphopantotheine which is not re-utilised is dephosphorylated, and the resultant pantotheine is cleaved to pantothenic acid and cysteamine.
Η φωσφοπαντοθεΐνη που δεν επαναχρησιμοποιείται αποφωσφοριλιώνεται και η υπολοιπόμενη παντεθεΐνη διασπάται σε παντοθενικό οξύ και κυστρεαμίνη.
topotecan inhibits topoisomerase-i by stabilising the covalent complex of enzyme and strand-cleaved dna which is an intermediate of the catalytic mechanism.
Η τοποτεκάνη αναστέλλει την τοποϊσομεράση-Ι μέσω σταθεροποίησης των ομοιοπολικών δεσμών του ενζύμου και της ανοιγμένης έλικας dna, που αποτελεί ενδιάμεσο στάδιο του μηχανισμού κατάλυσης.
rough diamonds means diamonds that are unworked or simply sawn, cleaved or bruted and fall under the relevant harmonised commodity description and coding system 7102 10 00, 7102 21 00 and 7102 31 00;
ΑΚΑΤΕΡΓΑΣΤΑ ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ: διαμάντια που δεν έχουν υποστεί κατεργασία ή είναι απλώς πριονισμένα, σχισμένα ή προετοιμασμένα για στίλβωση και υπάγονται στους κωδικούς 7102 10, 7102 21 και 7102 31 του εναρμονισμένου συστήματος περιγραφής και κωδικοποίησης των εμπορευμάτων·
vitamin a can be obtained in two ways: as preformed vitamin a (retinol) and as carotenoid pigments that can be cleaved in the body to give retinol.
Η βιταμίνη Α προσλαμβάνεται με δύο τρόπους: σαν προσχηματισμένη βιταμίνη Α (ρετινόλη) και με μορφή καροτινοειδών χρωστικών ουσιών, οι οποίες διασπώνται από τον οργανισμό δίνοντας ρετινόλη.
industrial diamonds, unworked or simply sawn, cleaved or bruted; pumice stone; emery; natural corundum, natural garnet and other natural abrasives
Βιομηχανικά διαμάντια, ακατέργαστα ή απλώς πριονισμένα, σχισμένα ή παρασκευασμένα για στίλβωση• κισηρόλιθοι (ελαφρόπετρες)• σμύριδα• φυσικό κορούνδιο, φυσικός γρανάτης και άλλα φυσικά λειαντικά