来自专业的译者、企业、网页和免费的翻译库。
— omhyggeligt at fastsætte tidsfristerne og tidsplanen, navnlig under hensyn til tilrettelæggelsen af lovgivningsarbejdet. bejdet.
— να ληφθεί μέριμνα στον καθορισμό των προθεσμιών και του χρονοδιαγράμματος σε συνάρτηση κυρίως με τον νομοθετικό προγραμματισμό.
lovgivningsarbejdet har dog kunnet føres til ende, bl.a. takket være et uhyre nyttigt, intensivt samarbejde mellem institutionerne.
Με το δεδομένο αυτό, η νομοθετική εργασία κατορθώθηκε να ευοδωθεί κυρίως χάρις στον επωφελέστατο εντατικό διάλογο μεταξύ των οργάνων, που λειτούργησε επανειλημμένα.
disse ikkegennemførte direktiver vil være gennemført inden 1. april 1998, hvis medlemsstaternes egne tidsplaner for lovgivningsarbejdet overholdes: internet:
Για φυλακισμένους, αναπήρους, μειονεκτικά άτομα, εργάτες βάρδιας και νοικοκυρές, η μάθηση από απόσταση μπορεί να είναι η μόνη μορφή κατάρτισης που μπορούν να παρακολουθήσουν.