来自专业的译者、企业、网页和免费的翻译库。
upport for training is also prevalent in the
ε όλη την Κοινότητα, τα προγράμματα socra τυξης.
最后更新: 2014-02-06
使用频率: 2
质量:
this argument is particularly prevalent in the netherlands.
Αυτή η άποψη συναντάται συχνότερα στην Ολλανδία.
最后更新: 2014-02-06
使用频率: 2
质量:
pneumococcal penicillin resistance is now prevalent in many countries.
Η αντοχή των πνευμονιοκόκκων στην πενικιλλίνη είναι πλέον διαδεδομένη σε πολλές χώρες.
最后更新: 2017-04-06
使用频率: 1
质量:
corruption remains prevalent in many areas.
Η διαφθορά εξακολουθεί να είναι διαδεδομένη σε πολλούς τομείς.
最后更新: 2017-04-06
使用频率: 1
质量:
in addition, it is much more prevalent in larger enterprises than smes.
Εξάλλου, απαντάται πολύ περισσότερο στις μεγάλες επιχειρήσεις από ό,τι στις ΜΜΕ.
最后更新: 2017-04-06
使用频率: 1
质量:
this is particularly prevalent in areas of health and environmental protection.
Αυτή η πρακτική είναι ιδιαιτέρως διαδεδομένη σε τομείς προστασίας της υγείας και του περιβάλλοντος.
最后更新: 2017-04-06
使用频率: 1
质量:
in which sectors is undeclared work prevalent in the member states?
Σε ποιους τομείς είναι διαδεδομένη η λαθραία εργασία στα κράτη μέλη;
最后更新: 2017-04-06
使用频率: 1
质量:
cases like this are prevalent in the insurance sector.
Για παράδειγμα, αυτή η έλλειψη σαφήνειας ή η καταχρηστική σιωπή σημειώθηκε ιδίως στον τομέα των ασφαλίσεων.
最后更新: 2017-04-06
使用频率: 1
质量:
alleviation of energy poverty, which is prevalent in old, unrefurbished buildings.
Μετριασμός της ενεργειακής πενίας, η οποία χαρακτηρίζει κυρίως παλαιά, μη ανακαινισμένα κτίρια.
最后更新: 2017-04-06
使用频率: 1
质量:
targeting major communicable diseases prevalent in developing countries
Η καταπολέμηση των κυριότερων μεταδοτικών ασθενειών στις αναπτυσσόμενες χώρες
最后更新: 2017-04-06
使用频率: 1
质量:
it is particularly prevalent in the mining industry, where girls are also employed.
Γίνεται κυρίως αισθητή στα ορυχεία, όπου περιλαμβάνει και την παρουσία κοριτσιών.
最后更新: 2017-04-06
使用频率: 1
质量:
but they will all vote against it because of the hypocrisy that is prevalent in this chamber.
Θα καταψηφίσουν, όμως, όλοι την έκθεση λόγω της υποκρισίας που κυριαρχεί στο Ημικύκλιο.
最后更新: 2012-03-22
使用频率: 5
质量:
financial participation schemes were also more prevalent in larger enterprises.
Επίσης, τα συστήματα οικονομικής συμμετοχής ήταν πιο διαδεδομένα στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις.
最后更新: 2017-04-06
使用频率: 1
质量:
in this respect, i condemn the ambiguous attitude which is prevalent in the european union.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να καταγγείλλω τη διφορούμενη στάση που επικρατεί σήμερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
最后更新: 2012-03-22
使用频率: 5
质量:
the first indications are that misuse ofbuprenorphine is prevalent in only a few countries, and isuncommon elsewhere.
Αpiό τις piρώτες ενδείξεις piροκύpiτει ότικατάχρηση της βουpiρενορφίνης εpiικρατεί σε λιγοστέςµόνον χώρες και είναι ασυνήθιστη αλλού.
最后更新: 2014-02-06
使用频率: 2
质量:
regional level negotiations are more prevalent in certain sectors such as transport.
: εθνικό, κλαδικό, ανά επιχεί ρηση, ανά παραγωγική μονάδα ή ανά εργαστήριο.
最后更新: 2014-02-06
使用频率: 2
质量:
3.3 workforce shortages are prevalent in care occupations in many member states.
3.3 Οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού είναι εμφανέστατες στα επαγγέλματα φροντίδας σε πολλά κράτη μέλη.
最后更新: 2017-04-06
使用频率: 1
质量:
one thing we must do is to change the culture that is prevalent in africa today that the winner takes all.
Κάτι που πρέπει να κάνουμε είναι να αλλάξουμε τη νοοτροπία που κυριαρχεί σήμερα στην Αφρική πως ο νικητής κερδίζει τα πάντα.
最后更新: 2012-03-22
使用频率: 5
质量:
it exists worldwide, and therefore is prevalent within the countries of the european union.
Πρόκειται για παγκόσμιο φαινόμενο και ως εκ τούτου διαδεδομένο στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
最后更新: 2017-04-06
使用频率: 1
质量:
however, corruption is prevalent in many areas, including the judiciary and law enforcement, and remains a particularly serious problem.
Ωστόσο, η διαφθορά επικρατεί ακόμη σε πολλούς τομείς, συμπεριλαμβανομένης της δικαιοσύνης και της επιβολής του νόμου, και παραμένει ιδιαίτερα σοβαρό πρόβλημα.
最后更新: 2017-04-06
使用频率: 1
质量: