From professional translators, enterprises, web pages and freely available translation repositories.
conduct
συμπεριφορά
Last Update: 2016-05-24
Usage Frequency: 13
Quality:
Reference:
conduct,
χές όπως τα τελωνεία.
Last Update: 2014-02-06
Usage Frequency: 2
Quality:
Reference:
the prosecution proceedings were instigated for failure to conduct adequate risk assessment although the activities involved were low risk.
Η δίωξη αφορά παράλειψη διενέργειας κατάλληλης εκτίμησης της επικινδυνότητας, μολονότι οι περί ών ο λόγος δραστηριότητες ήταν χαμηλού κινδύνου.
this would avoid the risk of positive conflicts of jurisdiction, where several member states conduct their own trials.
Με τον τρόπο αυτό θα αποφεύγεται κάθε θετική σύγκρουση αρμοδιοτήτων, κατά την οποία περισσότερα του ενός κράτη μέλη διεξάγουν το καθένα τη δική του δίκη.
none of the member states launched any joint actions in risk analysis, although italy did conduct training sessions on this topic.
Κανένα από τα κράτη μέλη δεν ανέλαβε κοινές δράσεις στον τομέα της ανάλυσης κινδύνου, μολονότι η Ιταλία παρείχε κύκλους κατάρτισης με αυτή τη θεματική.
the institution must conduct, as part of its regular internal auditing process, an independent review of its risk-measurement system.
το ίδρυμα διενεργεί, στο πλαίσιο της τακτικής διαδικασίας εσωτερικού ελέγχου, ανεξάρτητη ανάλυση του οικείου συστήματος μέτρησης κινδύνων.
conduct risk analysis on the basis of the fisheries data on catches, landings and fisheries effort, as well as risk analysis of unreported landings including inter alia comparing data on catches and imports with data on exports and on national consumption;
να προβαίνει σε ανάλυση του κινδύνου με βάση τα αλιευτικά δεδομένα όσον αφορά τα αλιεύματα, τις εκφορτώσεις και την αλιευτική προσπάθεια, καθώς και σε ανάλυση του κινδύνου σχετικά με λαθραίες εκφορτώσεις, περιλαμβανομένης, μεταξύ άλλων, της σύγκρισης στοιχείων που αφορούν τα αλιεύματα και τις εισαγωγές, με δεδομένα που αφορούν τις εξαγωγές και την κατανάλωση σε εθνικό επίπεδο·