From professional translators, enterprises, web pages and freely available translation repositories.
nacmc represents the sodium salt of carboxymethylcellulose, customarily referred to as cmc.
nacmc είναι η μετά νατρίου καρβοξυμεθυλοκυτταρίνη, που συνήθως αναφέρεται ως cmc.
Last Update: 2014-11-21
Usage Frequency: 5
Quality:
this information item has now customarily been included under every presidency since 2006.
Αυτή η πληροφορία περιλαμβάνεται πλέον συστηματικά στα πλαίσια κάθε Προεδρίας από το 2006 και εξής.
Last Update: 2017-04-26
Usage Frequency: 1
Quality:
but i am not just being ordinarily and customarily polite in saying that the role of this parliament is important.
Όταν όμως λέω ότι ο ρόλος του Κοινοβουλίου είναι σημαντικός δεν είμαι απλά και μόνο παραδοσιακά και τυπικά ευγενής.
Last Update: 2012-03-22
Usage Frequency: 5
Quality:
this directive shall apply in particular to activities customarily described in the member states as follows:
Η παρούσα οδηγία αφορά ιδίως τις δραστηριότητες που ασκούνται με τις ακόλουθες ονομασίες, οι οποίες χρησιμοποιούνται συνήθως στα Κράτη μέλη:
in finland it has customarily been considered that truthful, fair and objective comparisons promote competition and benefit consumers.
Στη Φινλανδία θεωρείται, εν γένει, ότι οι ακριβείς, δίκαιες και αντικειμενικές συγκρίσεις ευνοούν τον ανταγωνισμό και αποβαίνουν προς όφελος του καταναλωτή.
(iii) any decommissioned facility or decommissioned location outside facilities where nuclear material was customarily used.
iii) σε οποιαδήποτε παροπλισμένη μονάδα ή παροπλισμένη θέση εκτός των μονάδων όπου συνήθως χρησιμοποιούνται πυρηνικές ύλες 7
250 ml) taking into account the nature of the product and the quantities in which it is customarily sold in a member state.
250 ml), ανάλογα με τη φύση των προϊόντων και τις ποσότητες με τις οποίες συνήθως πωλούνται σε ένα κράτος μέλος.
madam president, once again the importance of resolutions on urgency, customarily debated here on thursday afternoon, is being challenged.
Κύρια Πρόεδρε, σε ορισμένες περιπτώσεις υποτιμάται η σημασία των επειγόντων ψηφισμάτων, τα οποία εξετάζονται κατά παράδοση την Πέμπτη το μεσημέρι.
whereas undertakings engaged in the business of direct insurance customarily engage in the business of reinsurance as well and are therefore in competition with specialist reinsurance undertakings;
ότι οι επιχειρήσεις που ασχολούνται με την πρωτασφάλιση ασχολούνται συνήθως και με την αντασφάλιση, και επομένως ανταγωνίζονται τις ειδικευμένες αντασφαλιστικές επιχειρήσεις
whereas in the calculation of life assurance provisions use may be made of actuarial methods customarily applied on the market or accepted by the insurance-monitoring authorities;
ότι, για τον υπολογισμό των προβλέψεων της ασφάλειας ζωής, μπορεί να χρησιμοποιούνται οι αναλογιστικές μέθοδοι που χρησιμοποιούνται συνήθως στην αγορά ή που έχουν εγκρίθει από τις εποπτικές αρχές των ασφαλίσεων
i have never seen such a charming little consensus. interinstitutional dialogue is customarily more lively, and liveliness as a general rule is encouraged by parliament, and gives positive results.
Δεν υπάρχει λόγος να θέλει κανείς να σταματήσει απλώς τις διαβρωτικές αλλαγές, αλλά τα χρήματα πρέπει να χρησιμοποιούνται για καινοτόμα προγράμματα.
customarily, the profits of a cfc are attributed to the parent company and taxed – albeit under a special regime – in the country where the latter is established.
Συνήθως τα κέρδη μιας ΕΑΕ αποδίδονται στην μητρική εταιρεία και φορολογούνται στη χώρα της μητρικής αλλά με ειδική φορολογική αντιμετώπιση· σύμφωνα με την Επιτροπή αυτή η διαφορετική αντιμετώπιση αποτελεί διακριτική μεταχείριση, εκτός και αν αιτιολογείται λόγω της ύπαρξης «αντικειμενικά διαφορετικής κατάστασης».
the expression "confidential nature of the post" refers to employment which in the host country customarily involves special relations of trust between the employer and the worker.
Η έκφραση "εμπιστευτικός χαρακτήρας της θέσεως εργασίας", προσδιορίζει τις απασχολήσεις των οποίων η άσκηση κατά τις συνήθειες της χώρας υποδοχής απαιτεί ιδιαίτερες σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ του εργοδότου και του εργαζομένου.