Da traduttori professionisti, imprese, pagine web e archivi di traduzione disponibili gratuitamente al pubblico.
held in brussels
,που πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες,
Ultimo aggiornamento 2017-04-06
Frequenza di utilizzo: 8
Qualità:
held in brussels,
που πργαγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες,
Ultimo aggiornamento 2017-04-06
Frequenza di utilizzo: 1
Qualità:
quantity held in nets
Ποσότητα στα δίχτυα
Ultimo aggiornamento 2014-11-21
Frequenza di utilizzo: 3
Qualità:
held in umeå, sweden
που πραγματοποιήθηκε στο umeε, της Σουηδίας
Ultimo aggiornamento 2017-04-06
Frequenza di utilizzo: 1
Qualità:
this working document is being held in trust by parliament to be handed on to the new parliament.
Αυτό το έγγραφο εργασίας, κύριοι συνάδελφοι, αποτελεί παρακαταθήκη αυτού του Κοινοβουλίου στο νέο Κοινοβούλιο.
this is normally done via a separate intermediary entity, which manages the shareholding held in trust for employees9.
Στις περιπτώσεις αυτές δημιουργείται συνήθως μια ανεξάρτητη εταιρία συμμετοχών9, η οποία διαχειρίζεται τα μερίδια των εργαζομένων ως εταιρία επενδύσεων βασιζόμενη σε συμφωνία εμπίστου διαχείρισης.
"baby bonds" - the use of funds held in trust to support youth autonomy later in life (2010)
«baby bonds» - η χρήση των κεφαλαίων που διατηρούνται σε καταπίστευμα για να υποστηριχθεί η αυτονομία των νέων αργότερα στη ζωή τους (2010)
the decline in trust runs parallel to a widespread feeling among europeans that their voice does not count.
Η μείωση της εμπιστοσύνης είναι παράλληλη με μια διάχυτη αίσθηση μεταξύ των Ευρωπαίων ότι η φωνή τους δεν έχει αξία.
these resources are placed in trust for the world community and are deployed for the benefit of developing countries.
Οι πόροι αυτοί διαφυλάσσονται για την παγκόσμια κοινότητα και χρησιμοποιούνται υπέρ των αναπτυσσόμενων χωρών.
this was reflected in a general decline in trust in political institutions, both national and european, in the acceding states.
Αυτό αντικατοπτρίζει μια γενικότερη μείωση της εμπιστοσύνης στους πολιτικούς θεσμούς, και σε εθνικό και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, στα προσχωρούντα κράτη.