Da traduttori professionisti, imprese, pagine web e archivi di traduzione disponibili gratuitamente al pubblico.
earned, not given
ο σεβασμός κερδίζεται, δεν δίνεται
Ultimo aggiornamento 2021-10-18
Frequenza di utilizzo: 1
Qualità:
Riferimento:
time of recording: net non-life insurance premiums are recorded when they are earned.
Χρόνος καταγραφής: τα καθαρά ασφάλιστρα για ασφάλειες εκτός των ασφάλειών ζωής καταγράφονται όταν καθίστανται δεδουλευμένα.
time of recording: reinvested earnings on direct foreign investment are recorded when they are earned.
Χρόνος καταγράφης: τα επανεπενδυόμενα έσοδα σε άμεσες επενδύσεις εξωτερικού καταγράφονται όταν εισπράττονται.
for example in 1996 in the united kingdom, women who worked full-time earned only 72% of men 's average weekly wage.
Για παράδειγμα, το 1996, στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι γυναίκες που εργάζονταν με πλήρη απασχόληση έλαβαν ως αμοιβή μόνο το 72% της μέσης εβδομαδιαίας αμοιβής των ανδρών.
the number of credits earned by students is considered in sweden (full-time students) and norway.
Ο αριθό ακαδηαϊκών ονάδων piου συγκεντρώνουν οι φοιτητέ λαβάνεται υpiόψη στη Σουηδία (για του σpiουδαστέ piλήρου φοίτηση) και τη Νορβηγία.