プロの翻訳者、企業、ウェブページから自由に利用できる翻訳レポジトリまで。
Ένα εμπόρευμα έχει ανεπανόρθωτα απωλεσθεί, όταν δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί από κανένα.
goods are deemed to be irretrievably lost when they are rendered unusable.
最終更新: 2014-11-14
使用頻度: 2
品質:
Ουσιαστικά ο έλεγχος αυτού του αρχείου έχει εν μέρει απωλεσθεί και δεν υπάρχει η απαιτούμενη επίβλεψη.
in practice, the register should be more strictly controlled and better supervised.
最終更新: 2012-03-22
使用頻度: 5
品質:
Ένα άλλο ανησυχητικό θέμα είναι το ότι έχουν απωλεσθεί πόροι λόγω της πλημμελούς χρησιμοποίησης αυτών των Ταμείων.
another disturbing issue is the fact that resources have been lost through faulty application of these funds.
最終更新: 2012-03-22
使用頻度: 5
品質:
Εάν απωλεσθεί ένα πυροβόλο όπλο, τότε αποσύρεται αυτόματα το ευρωπαϊκό δελτίο όπλου που είχε χορηγηθεί για το όπλο αυτό.
the loss of a firearm will automatically result in the pass for that firearm being withdrawn.
最終更新: 2014-02-06
使用頻度: 2
品質:
Όταν ένα σήμα έχει γίνει δυσανάγνωστο ή έχει απωλεσθεί, επιτίθεται στο ζώο νέο σήμα σύμφωνα με το παρόν άρθρο·
where a mark has become illegible or has been lost, a new mark shall be applied in accordance with this article;
最終更新: 2017-04-06
使用頻度: 1
品質:
ανακτούν τα ποσά που ενδεχομένως έχουν απωλεσθεί λόγω παρατυπιών τις οποίες διαπιστώνουν, χρεώνοντας, ανάλογα με την περίπτωση, τόκους υπερημερίας.
recovering any amounts lost as a result of an irregularity detected and, where appropriate, charging interest on late payments.