人が翻訳した例文から、翻訳方法を学びます。
constrained
から: 機械翻訳 よりよい翻訳の提案 品質:
プロの翻訳者、企業、ウェブページから自由に利用できる翻訳レポジトリまで。
翻訳の追加
constrained angle
περιορισμένη γωνία
最終更新: 2020-04-20 使用頻度: 1 品質: 参照: Aterentes
for constrained angles
για περιορισμένες γωνίες
resource-constrained task
εργασία περιορισμένων πόρων
最終更新: 2014-11-14 使用頻度: 5 品質: 参照: IATE
constrained (threshold 0.3%)
Περιοριστικός (κατώφλι 0,3%)
最終更新: 2014-02-06 使用頻度: 2 品質: 参照: IATE
constrained time (work) 11%
Εξαναγκαστικός χρόνος (εογασία) 11 %
schedule constrained by the curfew
δρομολόγιο που παρεμποδίζεται λόγω της απαγόρευσης
最終更新: 2014-11-15 使用頻度: 5 品質: 参照: IATE
change parameter of constrained point
Τροποποίηση παραμέτρου του περιορισμένου σημείου
最終更新: 2011-10-23 使用頻度: 2 品質: 参照: IATE
select constrained aspect ratio orientation.
Επιλέξτε εδώ τον προσανατολισμό του ορίου αναλογίας διαστάσεων.
最終更新: 2011-10-23 使用頻度: 1 品質: 参照: IATE
it will also be constrained by admission policy.
Επιπλέον, η εν λόγω στρατηγική αντιμετωπίζει περιορισμούς όσον αφορά την πολιτική εισδοχής.
最終更新: 2017-04-06 使用頻度: 1 品質: 参照: IATE
snap the mouse pointer when dragging a constrained knot
Αρπαγή του δείκτη του ποντικιού, όταν σύρεται ένας περιορισμένος κόμβος
doctors are increasingly constrained by protocols and guidelines.
Οι δραστηριότητες των ιατρών πλαισιώνονται ολοένα και πιο αυστηρά από πρωτόκολλα και κατευθυντήριες γραμμές.
最終更新: 2017-04-06 使用頻度: 1 品質: 参照: Aterentes
two issues have however, constrained outputs and impact.
Εντούτοις, δύο θέματα είχαν περιορισμένα αποτελέσματα και επιπτώσεις.
the action line was constrained by a number of factors:
Η γραμμή δράσης περιορίστηκε από πολλούς παράγοντες:
the scarcity of available space, where supply is constrained.
έλλειψη χώρου λόγω της περιορισμένης προσφοράς.
they believed that the power of the executive had to be constrained.
Αυτοί πίστευαν πως η εκτελεστική εξουσία έπρεπε να είναι περιορισμένη.
最終更新: 2016-03-03 使用頻度: 1 品質: 参照: Aterentes
it provides specific measures for situations where capacity is constrained.
Προβλέπει ειδικά μέτρα για καταστάσεις όπου η μεταφορική ικανότητα είναι περιορισμένη.
at the moment the commission is constrained by the existing legal bases.
Επί του παρόντος η Επιτροπή περιορίζεται από τις υφιστάμενες νομικές βάσεις.
最終更新: 2012-03-22 使用頻度: 5 品質: 参照: Aterentes
the european aeronautical industry is working in a global but constrained market.
Η ευρωπαϊκή αεροναυτική βιομηχανία λειτουργεί σε μια παγκόσμια, αλλά υποκείμενη σε περιορισμούς, αγορά.
welded or unwelded test-pieces in the form of constrained jones test specimens
συγκολλημένα ή μη συγκολλημένα δοκίμια σε μορφή δοκιμίων jones υπό τάση
the timing and novelty of the process partly constrained the consultation process in 2005.
Το 2005, το χρονοδιάγραμμα και η πρωτοτυπία της διαδικασίας επηρέασαν εν μέρει αρνητικά τη διαδικασία διαβούλευσης.