検索ワード: uncontrollable (英語 - ギリシア語)

人による翻訳

プロの翻訳者、企業、ウェブページから自由に利用できる翻訳レポジトリまで。

翻訳の追加

英語

ギリシア語

情報

英語

uncontrollable

ギリシア語

Χωρίς δυνατότητα ελέγχου

最終更新: 2017-04-06
使用頻度: 1
品質:

英語

uncontrollable movements;

ギリシア語

Ανεξέλεγκτες κινήσεις,

最終更新: 2017-04-26
使用頻度: 1
品質:

英語

why are they uncontrollable?

ギリシア語

Απάντηση

最終更新: 2014-02-06
使用頻度: 2
品質:

英語

uncontrollable excessive shopping or spending

ギリシア語

Ανεξέλεγκτες υπερβολικές αγορές ή δαπάνες.

最終更新: 2017-04-26
使用頻度: 3
品質:

英語

financial instruments have become uncontrollable.

ギリシア語

Τα χρηματοπιστωτικά μέσα έχουν καταστεί ανεξέλεγκτα.

最終更新: 2017-04-06
使用頻度: 1
品質:

英語

they have become an uncontrollable monster and

ギリシア語

Κανείς δεν προσπάθησε να παραβιάσει

最終更新: 2014-02-06
使用頻度: 2
品質:

英語

uncontrollable bleeding, for example from a cut

ギリシア語

Ανεξέλεγκτη αιμορραγία, για παράδειγμα αιμορραγία από κόψιμο

最終更新: 2017-04-26
使用頻度: 1
品質:

英語

rapid, uncontrollable eye movements (nystagmus)

ギリシア語

γρήγορες µη ελεγχόµενες κινήσεις του µατιού (νυσταγµός)

最終更新: 2012-04-11
使用頻度: 2
品質:

英語

further escalation will render the situation uncontrollable.

ギリシア語

Μια περαιτέρω κλιμάκωση θα κάνει την κατάσταση ανεξέλεγκτη.

最終更新: 2017-04-26
使用頻度: 3
品質:

英語

rapid uncontrollable movement of the eyes (nystagmus)

ギリシア語

Γρήγορη ανεξέλεγκτη κίνηση των ματιών (νυσταγμός)

最終更新: 2017-04-26
使用頻度: 1
品質:

英語

uncontrollable twitching, jerking or writhing movements, restless legs,

ギリシア語

ανεξέλεγκτες σπασμωδικές, σπαστικές ή ακανόνιστες κινήσεις, ανήσυχα πόδια,

最終更新: 2017-04-26
使用頻度: 1
品質:

英語

rothley release of genetically modified plants would be uncontrollable.

ギリシア語

bangemann το περιβάλλον να προχωρήσουμε περισσότερο από πολλά κράτη μέλη.

最終更新: 2014-02-06
使用頻度: 2
品質:

英語

the number of cases of unscheduled treatment is unpredictable and uncontrollable.

ギリシア語

ο αριθµός των περιπτώσεων επείγουσας νοσοκοµειακής περιθάλψεως έχει χαρακτήρα απρόβλεπτο και ανεξέλεγκτο.

最終更新: 2017-04-26
使用頻度: 1
品質:

英語

quite the contrary, it brings with it the risk of uncontrollable escalation.

ギリシア語

Αντίθετα, ενέχει τον κίνδυνο μιας κλιμάκωσης που θα είναι πλέον εκτός ελέγχου.

最終更新: 2012-03-22
使用頻度: 5
品質:

英語

many market forces affecting company competitiveness are, in effect, uncontrollable.

ギリシア語

Πολλές δυνάμεις της αγοράς που πλήττουν την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων είναι, πράγματι, ανεξέλεγκτες.

最終更新: 2017-04-06
使用頻度: 1
品質:

英語

now we are creating an uncontrollable system which will be impossible to live up to.

ギリシア語

Τώρα δημιουργούμε ένα σύστημα μη επιβλέψιμο στο οποίο είναι πολύ δυσκολότερο να αντοποκριθούμε.

最終更新: 2012-03-22
使用頻度: 5
品質:

英語

uncontrollable movements of mouth, tongue and limbs (tardive dyskinesia),

ギリシア語

ανεξέλεγκτες κινήσεις του στόματος, της γλώσσας και των άκρων (όψιμη δυσκινησία),

最終更新: 2017-04-26
使用頻度: 1
品質:

英語

the scourge of abortion was uncontrollable when it was banned: today it is regulated.

ギリシア語

Πρέπει τώρα να κρίνουμε τα θέματα με τρόπο που να μας ενώνει.

最終更新: 2014-02-06
使用頻度: 2
品質:

英語

the munich scandal showed where that leads: both agencies become unpredictable and uncontrollable.

ギリシア語

Το σκάνδαλο του Μονάχου έδειξε πού οδηγεί αυτό: Και τα δύο όργανα γίνονται απρόβλεπτα και ανεξέλεγκτα.

最終更新: 2012-03-22
使用頻度: 5
品質:

英語

- feeling dizzy upon standing, uncontrollable movements of face or body, seizures, fainting,

ギリシア語

- αίσθημα ζάλης όταν είστε όρθιος, ανεξέλεγκτες κινήσεις του προσώπου ή του σώματος,

最終更新: 2012-04-11
使用頻度: 3
品質:

人による翻訳を得て
8,947,493,224 より良い訳文を手にいれましょう

ユーザーが協力を求めています。



ユーザー体験を向上させるために Cookie を使用しています。弊社サイトを引き続きご利用いただくことで、Cookie の使用に同意していただくことになります。 詳細。 OK