検索ワード: pflanzliche ole ganz gehartet (ドイツ語 - ギリシア語)

コンピュータによる翻訳

人が翻訳した例文から、翻訳方法を学びます。

German

Greek

情報

German

pflanzliche ole ganz gehartet

Greek

 

から: 機械翻訳
よりよい翻訳の提案
品質:

人による翻訳

プロの翻訳者、企業、ウェブページから自由に利用できる翻訳レポジトリまで。

翻訳の追加

ドイツ語

ギリシア語

情報

ドイツ語

pflanzliche Öle

ギリシア語

Φυτικά έλαια

最終更新: 2014-11-11
使用頻度: 2
品質:

ドイツ語

pflanzliche Öle, raffiniert

ギリシア語

Λάδια φυτικά κατεργασμένα

最終更新: 2014-02-06
使用頻度: 1
品質:

ドイツ語

probenahmeverfahren fÜr pflanzliche Öle

ギリシア語

ΜΕΘΟΔΟΣ ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑΣ ΓΙΑ ΤΑ ΦΥΤΙΚΑ ΕΛΑΙΑ

最終更新: 2014-11-11
使用頻度: 1
品質:

ドイツ語

pflanzliche Öle für die verarbeitungsindustrie,

ギリシア語

φυτικά έλαια που προορίζονται για τη βιομηχανία μεταποίησης,

最終更新: 2017-04-07
使用頻度: 1
品質:

ドイツ語

pflanzliche Öle und ihre fraktionen:

ギリシア語

Φυτικά έλαια και τα κλάσματά τους:

最終更新: 2017-04-07
使用頻度: 3
品質:

ドイツ語

tierische oder pflanzliche Öle und fette

ギリシア語

Ζωικά ή φυτικά έλαια και λίπη

最終更新: 2014-11-16
使用頻度: 1
品質:

ドイツ語

probenahmeverfahren für pflanzliche Öle auf der einzelhandelsebene

ギリシア語

Μέθοδος δειγματοληψίας για τα φυτικά έλαια στο στάδιο της λιανικής πώλησης

最終更新: 2014-11-11
使用頻度: 1
品質:

ドイツ語

tierische und pflanzliche Öle und fette, roh

ギリシア語

Ζωικά και φυτικά έλαια και λίπη, ακατέργαστα

最終更新: 2014-02-06
使用頻度: 1
品質:

ドイツ語

tierische und pflanzliche Öle,fette und wachse

ギリシア語

έλαια,λίπη και κεριά ζωικής ή φυτικής προέλευσης

最終更新: 2014-11-13
使用頻度: 1
品質:

参照: IATE

ドイツ語

- 4 tierische und pflanzliche Öle, fette und wachse

ギリシア語

5: χημικές ουσίες και συναφή προϊόντα

最終更新: 2014-02-06
使用頻度: 1
品質:

参照: IATE

ドイツ語

geht es nicht um pflanzliche Öle, so geht es um den airbus.

ギリシア語

Έτσι παρουσίασε η κ. thatcher τα πράγματα στο βρετανικό κοινό.

最終更新: 2014-02-06
使用頻度: 1
品質:

参照: IATE

ドイツ語

4,9 und verwandte erzeugnisse - 4 tierische und pflanzliche Öle,

ギリシア語

— 2 ακατέργαστα υλικά, μη εδώδιμα είδη — 3 ορυκτά καύσιμα και λιπαντικά — 4 ζωικά και φυτικά έλαια κλπ.

最終更新: 2014-02-06
使用頻度: 1
品質:

参照: IATE

ドイツ語

fette, pflanzliche Öle, flüssig oder fest, roh, gereinigt oder raffiniert

ギリシア語

Έλαια φυσικά μόνιμα, ρευστά η αλοιφώδη, ακαθάριστα κεκαθαρμένα ή εξηυγενισμένα

最終更新: 2011-10-23
使用頻度: 1
品質:

参照: IATE

ドイツ語

fette pflanzliche Öle, flüssig oder fest, roh, gereinigt oder raffiniert:

ギリシア語

Έλαια φυτικά μόνιμα, ρευστά ή αλοιφώδη, ακαθάριστα, κεκαθαρμένα ή εξηυγενισμένα:

最終更新: 2014-02-06
使用頻度: 1
品質:

参照: IATE

ドイツ語

dazu zählen raps und sonnenblumen.biodiesel entsteht, wenn pflanzliche Öle mit methanol reagieren.

ギリシア語

Είναι το piροϊόν τηαντίδραση φυτικών ελαίων ε εθυλική αλκοόλη.

最終更新: 2014-02-06
使用頻度: 1
品質:

参照: IATE

ドイツ語

damit soll eine rechtsgrundlage geschaffen werden, um im rahmen der nahrungsmittelhilfe pflanzliche Öle liefern zu können.

ギリシア語

— μεγαλύτερο αριθμό ποιητή να παρουσιάσει αιτήσεων για ενίσχυση.

最終更新: 2014-02-06
使用頻度: 1
品質:

参照: IATE

ドイツ語

fette, pflanzliche Öle sowie deren fraktionen, auch raffiniert, jedoch nicht chemisch modifiziert ex 1507 bis 1515

ギリシア語

Πηγμένα φυτικά έλαια και τα κλάσματα τους έστω και εξευγενισμένα, αλλά όχι χημικώς μετασχηματισμένα ex 1507 έως 1515

最終更新: 2014-02-06
使用頻度: 1
品質:

参照: IATE

ドイツ語

tierische und pflanzliche ole, gekocht, oxidiert, dehydrarisien, geschwefelt, geblasen, durch hitze im vakuum oder in inertem gas polymerisiert oder anders modifiziert

ギリシア語

Λάδια ζωικό η φυτικά, βραομένα. οξειδωμένα, αφυδατωμένο, θειωμένα, εμφυσημένα, πολυμερισμένο με απλή θέρμανση ή αλλιώ; τροποποιημένα

最終更新: 2014-02-06
使用頻度: 1
品質:

参照: IATE

ドイツ語

dem produkt dürfen keine anderen stoffe als genießbare pflanzliche Öle und/oder fettsäuren mit der qualität von lebensmittelzusatzstoffen zugesetzt werden.

ギリシア語

Το προϊόν είναι απαλλαγμένο από οποιαδήποτε άλλη πρόσμιξη πλην των βρωσίμων φυτικών ελαίων ή/και των λιπαρών οξέων ποιότητας προσθέτων των τροφίμων.

最終更新: 2014-11-16
使用頻度: 1
品質:

参照: IATE

ドイツ語

tierische und pflanzliche Öle und fette sowie deren fraktionen, ganz oder teil weise hydriert, umgeestert, wiederverestert oder elaidiniert, auch raffiniert, jedoch nicht weiterverarbeitet:

ギリシア語

Λίπη και λάδια ζωικά ή φυτικά και τα κλάσματα τους, μερικώς ή ολικώς υδρογονω­μένα, διεστεροποιημένα, επανεστεροποιημένα ή ελαϊδινισμένα (με ισομέρεια λιπαρών οξέων), έστω και εξευγενισμένα, αλλά όχι αλλιώς παρασκευασμένα:

最終更新: 2014-02-06
使用頻度: 1
品質:

参照: IATE

人による翻訳を得て
7,774,174,814 より良い訳文を手にいれましょう

ユーザーが協力を求めています。



ユーザー体験を向上させるために Cookie を使用しています。弊社サイトを引き続きご利用いただくことで、Cookie の使用に同意していただくことになります。 詳細。 OK