검색어: language ability (영어 - 그리스어)

인적 기여

전문 번역가, 번역 회사, 웹 페이지 및 자유롭게 사용할 수 있는 번역 저장소 등을 활용합니다.

번역 추가

영어

그리스어

정보

영어

ability

그리스어

Δυνατότητα

마지막 업데이트: 2015-01-11
사용 빈도: 1
품질:

추천인: Wikipedia

영어

ability (')

그리스어

Ι. ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ (')

마지막 업데이트: 2014-02-06
사용 빈도: 1
품질:

추천인: Wikipedia

영어

poor language ability is seen as the main barrier to successful integration.

그리스어

Οι ανεπαρκείς γλωσσικές ικανότητες θεωρούνται ως ο κύριος φραγμός για την επιτυχή ένταξη.

마지막 업데이트: 2017-04-06
사용 빈도: 1
품질:

추천인: Wikipedia

영어

the problems they face are related mainly to the citizenship requirements and language ability.

그리스어

Τα προβλήματα έγκεινται κυρίως στα θέματα εθνικότητας και στη γνώση της γλώσσας.

마지막 업데이트: 2017-04-06
사용 빈도: 1
품질:

추천인: Wikipedia

영어

"kosovo has a young population – educated well [with foreign language ability].

그리스어

"Το Κοσσυφοπέδιο έχει ένα νεαρό πληθυσμό - καλά εκπαιδευμένο [έχουν τη δυνατότητα να μιλάνε κάποια ξένη γλώσσα].

마지막 업데이트: 2016-01-20
사용 빈도: 1
품질:

추천인: Wikipedia
경고: 보이지 않는 HTML 형식이 포함되어 있습니다

영어

this allows objective tests of language ability, as the cefr covers communicative competences in all languages.

그리스어

Αυτό επιτρέπει αντικειμενικές δοκιμασίες της γλωσσικής ικανότητας, καθώς το ΚΕΠΑ καλύπτει τις επικοινωνιακές δεξιότητες σε όλες τις γλώσσες.

마지막 업데이트: 2017-04-06
사용 빈도: 1
품질:

추천인: Wikipedia

영어

learn a new language, add to your professional experience, and improve your ability to communicate with others.

그리스어

Μάθετε ια ξένη γλώσσα, εpiλουτίστε την εpiαγγελατική σα εpiειρία και βελτιώστε την ικανότητά σα να εpiικοινωνείτε ε του άλλου.

마지막 업데이트: 2014-02-06
사용 빈도: 2
품질:

추천인: Wikipedia

영어

ability to hold a conversation in a foreign language

그리스어

Ικανότητα διεξαγωγής συζήτησης σε ξένη γλώσσα

마지막 업데이트: 2017-04-06
사용 빈도: 2
품질:

추천인: Wikipedia

영어

problems with memory, language, or thinking abilities

그리스어

Προβλήματα με τη μνήμη, το λόγο, ή τις ικανότητες σκέψης

마지막 업데이트: 2017-04-26
사용 빈도: 2
품질:

추천인: Wikipedia

영어

the ability to speak and master several languages;

그리스어

σημαίνει την ικανότητα να μιλά κανείς με ευχέρεια διάφορες γλώσσες·

마지막 업데이트: 2017-04-26
사용 빈도: 1
품질:

추천인: Wikipedia

영어

a person's ability to master several languages;

그리스어

Είναι η ικανότητα ενός ατόμου να κατέχει διάφορες γλώσσες·

마지막 업데이트: 2017-04-26
사용 빈도: 1
품질:

추천인: Wikipedia

영어

promotion of language abilities and understanding of different cultures;

그리스어

πρoώθηση τωv γλωσσικώv ικαvoτήτωv και της καταvόησης τωv διαφόρωv πoλιτισμώv,

마지막 업데이트: 2017-04-26
사용 빈도: 1
품질:

추천인: Wikipedia

영어

the ability to learn further languages autonomously in later life; and

그리스어

ικανότητα εκμάθησης περαιτέρω γλωσσών με αυτόνομο τρόπο στα επόμενα στάδια της ζωής· και

마지막 업데이트: 2017-04-06
사용 빈도: 1
품질:

추천인: Wikipedia

영어

graph l2 focuses on the ability to converse in the languages which have been learned.

그리스어

ii γραφική παράσταση l2 διακρίνει την ικανότητα στην προφορική χρήση μιας ξένης γλώσσας κατά τη διάρκεια συνομιλίας.

마지막 업데이트: 2014-02-06
사용 빈도: 2
품질:

추천인: Wikipedia

영어

ability to communicate orally and in writing with seafarers in the language most commonly spoken at sea.

그리스어

Δυνατότητα να συνεννοείται προφορικώς και γραπτώς με τους ναυτικούς στη γλώσσα που συνήθως χρησιμοποιείται στη θάλασσα.

마지막 업데이트: 2014-11-21
사용 빈도: 4
품질:

추천인: Wikipedia

영어

the ability to communicate effectively in at least two other languages in addition to their mother tongue.

그리스어

ικανότητα αποτελεσματικής επικοινωνίας σε τουλάχιστον δύο άλλες γλώσσες πέρα από τη μητρική.

마지막 업데이트: 2017-04-06
사용 빈도: 1
품질:

추천인: Wikipedia

영어

if europe had artificially restricted the number of community languages, it would have compromised its ability to express itself.

그리스어

Μια Ευρώπη που θα είχε περιορίσει τεχνητά τον αριθμό των κοινοτικών γλωσσών θα είχε περιορίσει ίσως σημαντικά τις δυνατότητες έκφρασης της.

마지막 업데이트: 2014-02-06
사용 빈도: 2
품질:

추천인: Wikipedia

영어

above all, tests should measure the testees’ ability to use their language skills in real situations.

그리스어

Πάνω απ’ όλα, οι δοκιμασίες πρέπει να ελέγχουν την ικανότητα των μαθητών να χρησιμοποιούν τις γλωσσικές τους δεξιότητες σε πραγματικές καταστάσεις.

마지막 업데이트: 2017-04-06
사용 빈도: 1
품질:

추천인: Wikipedia

영어

the main aim is to improve teachers' ability to teach foreign languages or to teach through the medium of foreign languages.

그리스어

Ο κυριότερος στόχος συνίσταται στη βελτίωση της ικανότητας των καθηγητών να διδάξουν ξένες γλώσσες ή να διδάξουν χρησιμοποιώντας ξένες γλώσσες.

마지막 업데이트: 2014-02-06
사용 빈도: 2
품질:

추천인: Wikipedia

영어

become proficient in at least three community languages, and improve everyone's language skills, in line with their vocational abilities.

그리스어

Γνώση τριών τουλάχιστον κοινοτικών γλωσσών, βελτίωση των γλωσσικών δεξιοτήτων για όλους, ανάλογα με τα επαγγελματικά προσόντα.

마지막 업데이트: 2017-04-06
사용 빈도: 1
품질:

추천인: Wikipedia

인적 기여로
8,913,857,835 더 나은 번역을 얻을 수 있습니다

사용자가 도움을 필요로 합니다:



당사는 사용자 경험을 향상시키기 위해 쿠키를 사용합니다. 귀하께서 본 사이트를 계속 방문하시는 것은 당사의 쿠키 사용에 동의하시는 것으로 간주됩니다. 자세히 보기. 확인