From professional translators, enterprises, web pages and freely available translation repositories.
poor language ability is seen as the main barrier to successful integration.
Οι ανεπαρκείς γλωσσικές ικανότητες θεωρούνται ως ο κύριος φραγμός για την επιτυχή ένταξη.
Last Update: 2017-04-06
Usage Frequency: 1
Quality:
the problems they face are related mainly to the citizenship requirements and language ability.
Τα προβλήματα έγκεινται κυρίως στα θέματα εθνικότητας και στη γνώση της γλώσσας.
Last Update: 2017-04-06
Usage Frequency: 1
Quality:
"kosovo has a young population – educated well [with foreign language ability].
"Το Κοσσυφοπέδιο έχει ένα νεαρό πληθυσμό - καλά εκπαιδευμένο [έχουν τη δυνατότητα να μιλάνε κάποια ξένη γλώσσα].
Last Update: 2016-01-20
Usage Frequency: 1
Quality:
Warning: Contains invisible HTML formatting
this allows objective tests of language ability, as the cefr covers communicative competences in all languages.
Αυτό επιτρέπει αντικειμενικές δοκιμασίες της γλωσσικής ικανότητας, καθώς το ΚΕΠΑ καλύπτει τις επικοινωνιακές δεξιότητες σε όλες τις γλώσσες.
Last Update: 2017-04-06
Usage Frequency: 1
Quality:
learn a new language, add to your professional experience, and improve your ability to communicate with others.
Μάθετε ια ξένη γλώσσα, εpiλουτίστε την εpiαγγελατική σα εpiειρία και βελτιώστε την ικανότητά σα να εpiικοινωνείτε ε του άλλου.
Last Update: 2014-02-06
Usage Frequency: 2
Quality:
ability to hold a conversation in a foreign language
Ικανότητα διεξαγωγής συζήτησης σε ξένη γλώσσα
Last Update: 2017-04-06
Usage Frequency: 2
Quality:
problems with memory, language, or thinking abilities
Προβλήματα με τη μνήμη, το λόγο, ή τις ικανότητες σκέψης
Last Update: 2017-04-26
Usage Frequency: 2
Quality:
the ability to speak and master several languages;
σημαίνει την ικανότητα να μιλά κανείς με ευχέρεια διάφορες γλώσσες·
Last Update: 2017-04-26
Usage Frequency: 1
Quality:
a person's ability to master several languages;
Είναι η ικανότητα ενός ατόμου να κατέχει διάφορες γλώσσες·
Last Update: 2017-04-26
Usage Frequency: 1
Quality:
promotion of language abilities and understanding of different cultures;
πρoώθηση τωv γλωσσικώv ικαvoτήτωv και της καταvόησης τωv διαφόρωv πoλιτισμώv,
Last Update: 2017-04-26
Usage Frequency: 1
Quality:
the ability to learn further languages autonomously in later life; and
ικανότητα εκμάθησης περαιτέρω γλωσσών με αυτόνομο τρόπο στα επόμενα στάδια της ζωής· και
Last Update: 2017-04-06
Usage Frequency: 1
Quality:
graph l2 focuses on the ability to converse in the languages which have been learned.
ii γραφική παράσταση l2 διακρίνει την ικανότητα στην προφορική χρήση μιας ξένης γλώσσας κατά τη διάρκεια συνομιλίας.
Last Update: 2014-02-06
Usage Frequency: 2
Quality:
ability to communicate orally and in writing with seafarers in the language most commonly spoken at sea.
Δυνατότητα να συνεννοείται προφορικώς και γραπτώς με τους ναυτικούς στη γλώσσα που συνήθως χρησιμοποιείται στη θάλασσα.
Last Update: 2014-11-21
Usage Frequency: 4
Quality:
the ability to communicate effectively in at least two other languages in addition to their mother tongue.
ικανότητα αποτελεσματικής επικοινωνίας σε τουλάχιστον δύο άλλες γλώσσες πέρα από τη μητρική.
Last Update: 2017-04-06
Usage Frequency: 1
Quality:
if europe had artificially restricted the number of community languages, it would have compromised its ability to express itself.
Μια Ευρώπη που θα είχε περιορίσει τεχνητά τον αριθμό των κοινοτικών γλωσσών θα είχε περιορίσει ίσως σημαντικά τις δυνατότητες έκφρασης της.
Last Update: 2014-02-06
Usage Frequency: 2
Quality:
above all, tests should measure the testees’ ability to use their language skills in real situations.
Πάνω απ’ όλα, οι δοκιμασίες πρέπει να ελέγχουν την ικανότητα των μαθητών να χρησιμοποιούν τις γλωσσικές τους δεξιότητες σε πραγματικές καταστάσεις.
Last Update: 2017-04-06
Usage Frequency: 1
Quality:
the main aim is to improve teachers' ability to teach foreign languages or to teach through the medium of foreign languages.
Ο κυριότερος στόχος συνίσταται στη βελτίωση της ικανότητας των καθηγητών να διδάξουν ξένες γλώσσες ή να διδάξουν χρησιμοποιώντας ξένες γλώσσες.
Last Update: 2014-02-06
Usage Frequency: 2
Quality:
become proficient in at least three community languages, and improve everyone's language skills, in line with their vocational abilities.
Γνώση τριών τουλάχιστον κοινοτικών γλωσσών, βελτίωση των γλωσσικών δεξιοτήτων για όλους, ανάλογα με τα επαγγελματικά προσόντα.
Last Update: 2017-04-06
Usage Frequency: 1
Quality:
member states seem to be focussing more on immigrants’ language abilities and an increasing number of countries are providing specific language tuition for newly arrived immigrants and refugees.
Τα κράτη μέλη φαίνεται να εστιάζουν περισσότερο την προσοχή τους στις γλωσσικές ικανότητες των μεταναστών και ένας αυξανόμενος αριθμός χωρών παρέχει ειδική γλωσσική κατάρτιση στους νεοαφικνούμενους μετανάστες και πρόσφυγες.
Last Update: 2017-04-06
Usage Frequency: 1
Quality:
we need to learn more about arguing critically, about increasing students ' self-confidence and about increasing their ability to express themselves in language.
Θα πρέπει να μάθουμε καλύτερα να εκθέτουμε τα επιχειρήματά μας κριτικά, να ενισχύσουμε την αυτοπεποίθηση των εκπαιδευόμενων, να υποστηρίξουμε την ικανότητα προφορικής έκφρασης.
Last Update: 2012-03-22
Usage Frequency: 5
Quality: