Обучается переводу с помощью примеров, переведенных людьми.
Добавлены профессиональными переводчиками и компаниями и на основе веб-страниц и открытых баз переводов.
annex, section a, par.
Παράρτημα, τμήμα Α, παρ.
Последнее обновление: 2017-04-06
Частота использования: 1
Качество:
economic development can only take place on a par with social and cultural progress and wildlife conservation.
Η οικονομική ανάπτυξη θα πρέπει να συμβαδίζει με την κοινωνική και πολιτιστική προόδο καθώς και με τη διατήρηση της φύσης.
points out the importance of having a community budget on a par with the expectations created by the communication.
υπογραμμίζει τη σημασία ενός κοινοτικού προϋπολογισμού ο οποίος θα ανταποκρίνεται στο ύψος των προσδοκιών που δημιουργεί η Ανακοίνωση και καλεί το Συμβούλιο και το
this means island territories will be dealt with on a par with regions which do not need special structural aid.
Αυτό σημαίνει ότι οι νησιωτικές περιοχές θα εξεταστούν με τα ίδια κριτήρια όπως και οι περιοχές που δεν έχουν ανάγκη ιδιαίτερων διαρθρωτικών ενισχύσεων.
once caught they should serve long sentences on a par with those convicted of major drug-trafficking offences.
Όταν συλλαμβάνονται, πρέπει να εκτίουν βαριές ποινές, όπως εκείνοι που καταδικάζονται για μεγάλα αδικήματα διακίνησης ναρκωτικών.
security of supply must be clearly recognised, on a par with environmental protection, as an essential public service objective.
Η ασφάλεια του εφοδιασμού θα πρέπει να αναγνωριστεί σαφώς, όπως και η προστασία του περιβάλλοντος, ως ένας των βασικών στόχων της πολιτικής για την παροχή δημόσιων υπηρεσιών.
thanks to her good work, the issue of women's rights is being treated on a par with other policies.
Χάρη στην καλή εργασία της, το θέμα των δικαιωμάτων των γυναικών εξετάζεται ισότιμα με άλλες πολιτικές.
the atrocities of stalin's apparatus of coercion are still not viewed on a par with hitler's war machine.
Οι κτηνωδίες των μηχανισμών εξαναγκασμού του Στάλιν δεν θεωρούνται ακόμη ισάξιες του πολεμικού μηχανισμού του Χίτλερ.
(ii) in favour of ethnic minorities, which have a par ticularly high proportion of long-term unemployed; ployed;
— να βελτιωθεί η θέση των εθνικών μειονοτήτων που παρουσιάζουν ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό μακροχρόνια ανέργων,