Добавлены профессиональными переводчиками и компаниями и на основе веб-страниц и открытых баз переводов.
confer
παρέχω
Последнее обновление: 2015-05-18
Частота использования: 1
Качество:
Источник:
confer?
ΣΗΜΑΤΟΣ:
Последнее обновление: 2014-02-06
Частота использования: 2
Качество:
Источник:
medicinal product used to confer an immunity
φαρμακευτικό προίόν που χρησιμοποιείται με σκοπό την πρόκληση ανοσίας
trade secrets are therefore substantially different from iprs, which confer exclusivity.
Τα εμπορικά μυστικά είναι, συνεπώς, πολύ διαφορετικά από τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας, τα οποία εξασφαλίζουν αποκλειστικότητα.