Обучается переводу с помощью примеров, переведенных людьми.
Добавлены профессиональными переводчиками и компаниями и на основе веб-страниц и открытых баз переводов.
drug dealers and others like dealing in cash rather than through bank accounts because it leaves no trace.
Οι έμποροι ναρκωτικών και άλλοι προτιμούν να πραγματοποιούν τις συναλλαγές τους τοις μετρητοίς, παρά μέσω τραπεζικών λογαριασμών, γιατί έτσι δεν αφήνουν κανένα ίχνος.
in fact i was not only a lawyer, but a lawyer dealing in debt collecting, often cross-border.
Μάλιστα, δεν ήμουν απλώς δικηγόρος, αλλά δικηγόρος που ασχολούνταν με την είσπραξη απαιτήσεων, συχνά διασυνοριακών.
the commission will be proposing appropriate modifications to existing community legislation dealing in particular with cfcs (chlorofluorocarbons).
τελεί το αντικείμενο διαβουλεύσεων σε διεθνές επίπεδο.
(iii) the associations of the following operators:advertisers, advertising agenciesand organizations dealing in advertising techniques.
— τις ενώσεις των ακολούθων επαγγελματικών φορέων: των διαφημιζομένων, των διαφημιστικών εταιρειών, των οργανώσεων που έχουν αντικείμενο την τεχνική της διαφήμισης και των γραφείων που εξειδικεύονται σε διαφημιστικά μέσα.
banking & finance insur. (ex social security)business services renting of movables owning/dealing in realestate 73
Ασφαλίσεις (π.χ. κοινωνική ασφάλιση) Υπηρεσίες σε επιχειρήσεις Εκμίσθωση μηχανών και εξοπλισμού Αγοραπωλησίες ακινήτων
"dealing in investments as a principal" means buying, selling, subscribing for or underwriting securities or contractually based investments as a principal;
ως «ασχολία με τις επενδύσεις ως εντολέας» νοείται η αγορά, η πώληση, η εγγραφή για αγορά ή η αναδοχή τίτλων ή επενδύσεων με συμβατική βάση υπό την ιδιότητα του εντολέα·