Från professionella översättare, företag, webbsidor och fritt tillgängliga översättningsdatabaser.
increasing leisure time, for instance, has made the recreational use of forests important socially7.
Παραδείγματος χάρη ο αυξανόμενος ελεύθερος χρόνος που διατίθεται από τους ανθρώπους, έχει καταστήσει τη χρήση των δασών για αναψυχή σημαντική κοινωνική λειτουργία7.
as income levels and leisure time increase over the next decade, substantial growth is anticipated.
Με την αύξηση του βιοτικού επιπέδου και του ελεύθερου χρόνου κατά την επόμενη δεκαετία, αναμένεται και νέα αύξηση.
in other words, productivity gains are converted into more material goods instead of into leisure time.
Μέ άλλα λόγια, τά κέρδη τής παραγωγικότητας μετατρέπονται σέ υλικά αγαθά αντί νά μετατραπούν σέ «χρονικά» (ελεύθερος χρόνος).
this social group consists of individuals with both purchasing power and leisure time and represents significant market potential.
Η κατηγορία του πληθυσµού αυτών των κοινωνικών ομάδων αποτελείται από άτοµα που έχουν συγχρόνως αγοραστική δύναµη και ελεύθερο χρόνο και αντιπροσωπεύει ιδιαίτερα σηµαντικό δυναµικό της αγοράς.
the demand increases constantly for cultural aspects of tourism, because of ever more leisure time and raised expectations.
Μέσω του ολοένα περισσότερου ελεύθερου χρόνου και των όλο και πιο υψηλών αξιώσεων αυξάνεται η ζήτηση για πολιτιστικούς παράγοντες στον τουρισμό.