Från professionella översättare, företag, webbsidor och fritt tillgängliga översättningsdatabaser.
some enterprises play a pioneering role in helping consumers to make more sustainable choices.
Ορισμένες επιχειρήσεις διαδραματίζουν πρωτοπόρο ρόλο στην παροχή βοήθειας στους καταναλωτές, ώστε να προβαίνουν σε πιο βιώσιμες επιλογές.
the european campaign against domestic violence would not have been possible without their pioneering work.
Η ευρωπαϊκή εκστρατεία κατά της βίας μέσα στην οικογένεια δεν θα είχε υλοποιηθεί χωρίς το πρωτοποριακό τους έργο.
european space science has played a pioneering role across the whole spectrum of civilian space activities.
Η ευρωπαϊκή διαστημική επιστήμη διαδραμάτισε πρωτοποριακό ρόλο σε όλες τις διαστημικές δραστηριότητες για ειρηνικούς σκοπούς.