From professional translators, enterprises, web pages and freely available translation repositories.
however, our margins are dwindling.
Εντούτοις, τα περιθώριά μας μειώνονται.
Last Update: 2012-02-28
Usage Frequency: 2
Quality:
the croats of posavina are dwindling in number.
Ο αριθμός των κροατών της Ποσαβίνα μειώνεται.
Last Update: 2016-01-20
Usage Frequency: 1
Quality:
for many this goes hand in hand with dwindling job security.
Για πολλούς αυτό θα αντιστοιχεί με μείωση της ασφάλειας της απασχόλησης.
Last Update: 2017-04-06
Usage Frequency: 1
Quality:
last year scientists told us that haddock stocks were dwindling.
Πέρυσι, οι επιστήμονες μας είπαν ότι τα αποθέματα μερλούκιου έφθιναν.
Last Update: 2012-03-22
Usage Frequency: 5
Quality:
fishermen say high pollution levels have led to dwindling catches.
Οι ψαράδες λένε ότι τα υψηλά επίπεδα μόλυνσης είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση της ψαριάς.
Last Update: 2016-01-20
Usage Frequency: 1
Quality:
the challenges facing industry are not dwindling - quite the opposite.
Οι προκλήσεις με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπη η βιομηχανία δεν μειώνονται, μάλλον το αντίθετο.
Last Update: 2017-04-06
Usage Frequency: 1
Quality:
under these conditions the dwindling birth rate should come as no surprise.
Υπό αυτές τις συνθήκες δεν υπάρχει λόγος να απορούμε για τα φθίνοντα ποσοστά γεννήσεων.
Last Update: 2012-02-28
Usage Frequency: 2
Quality:
the prices of fossil fuels do not adequately take dwindling supplies into consideration.
Στις τρέχουσες τιμές των υγρών καυσίμων δεν λαμβάνεται επαρκώς υπόψη ο περιορισμένος χαρακτήρας των αποθεμάτων.
Last Update: 2012-03-22
Usage Frequency: 5
Quality:
many countries are affected by inequality of access to dwindling or limited natural resources.
Πολλές χώρες πλήττονται από την άνιση πρόσβαση σε φθίνοντες ή περιορισμένους φυσικούς πόρους.
Last Update: 2017-04-06
Usage Frequency: 1
Quality:
as preparations for the fall campaign in rs get under way, dwindling turnout is a concern.
Καθώς ξεκινούν οι προετοιμασίες στην rs για την εκστρατεία του φθινοπώρου, η βαθμιαία μειωμένη προσέλευση αποτελεί ανησυχία.
Last Update: 2016-01-20
Usage Frequency: 2
Quality:
rapidly dwindling capital resources simply will not sustain this sort of old-fashioned policy.
Τα κεφάλαια τα οποία εξανεμίζονται γρήγορα, απλά δεν επιτρέπουν μια παρόμοια πολιτική του παρελθόντος.
Last Update: 2012-03-22
Usage Frequency: 5
Quality:
dwindling fishery resources in an expanding market have determined the course of the common fisheries policy.
Καθοριστικό γεγονός για την εξέλιξη της κοινής αλιευτικής πολιτικής αποτέλεσε η σπάνις των αλιευτικών πόρων στο πλαίσιο της διεύρυνσης της αγοράς.
Last Update: 2017-04-06
Usage Frequency: 1
Quality:
we are experiencing real growing pains, with dwindling institutional resources required to cope with ever greater burdens.
Βιώνουμε μία κρίση, από τη στιγμή που, ενώ συντελείται μία γνήσια ενηλικίωση, συγχρόνως τα θεσμικά μας όργανα χάνουν βαρύτητα ενόσω τα καθήκοντα πληθαίνουν.
Last Update: 2012-03-22
Usage Frequency: 5
Quality:
at the same time the available water resources are dwindling, threatening the fragile balance between population and environment.
Ταυτόχρονα, οι διαθέσιμοι υδάτινοι πόροι σπανίζουν όλο και περισσότερο και απειλούν την ευπαθή ισορροπία που υπάρχει στον πληθυσμό και στο περιβάλλον.
Last Update: 2017-04-06
Usage Frequency: 1
Quality:
with our economy in difficulty and our resources dwindling, it's time to start rethinking some of our habits.
Τώρα που η οικονομία μας αντιμετωπίζει δυσκολίες και οι πόροι μας περιορίζονται, ήρθε ο καιρός να επανεξετάσουμε ορισμένες από τις συνήθειές μας.
Last Update: 2017-04-26
Usage Frequency: 1
Quality:
furthermore, unemployment has, in many countries, gone hand in hand, with a deterioration in job quality and dwindling job security.
Επιπλέον, η ανεργία συνοδεύεται σε πολλές χώρες από υποβάθμιση της ποιότητας και ευπάθεια των θέσεων εργασίας.
Last Update: 2017-04-06
Usage Frequency: 1
Quality:
3.3 while agricultural land is dwindling throughout europe, it is also becoming increasingly concentrated in the hands of certain large businesses.
3.3 Ενώ η γεωργική γη συρρικνώνεται σε ολόκληρη την επικράτεια της Ευρώπης, η έγγεια ιδιοκτησία συγκεντρώνεται στα χέρια μερικών μεγάλων αγροτικών επιχειρήσεων.
Last Update: 2017-04-06
Usage Frequency: 1
Quality:
* compete does not alter the fact that inadequate foreign currency resources remain a major impediment, exacerbated by dwindling foreign exchange receipts.
Σε πολλά από τα κράτη ΑΚΕ, η σχετικά ικανοποιητική απόδοση της γεωργικής παραγωγής, ύστερα από μια σειρά δύσκολων ετών, επέτρεψε μια προσέγγιση μεταξύ του ρυθμού ανόδου του ΑΕΠ και του ρυθμού αύξησης του πληθυσμού.
Last Update: 2014-02-06
Usage Frequency: 1
Quality:
scorching summer temperatures, flash-flooding, polluted air and dwindling water supplies are starting to become the norm rather than the exception.
Οι υψηλές θερμοκρασίες του καλοκαιριού, οι απότομες πλημμύρες, η ατμοσφαιρική ρύπανση και η λειψυδρία έχουν αρχίσει να αποτελούν κανόνα και όχι εξαίρεση.
Last Update: 2016-01-20
Usage Frequency: 1
Quality:
whether through dwindling stocks or technological changes, many traditional sources of income, like coastal fishing, have become unprofitable, causing social and economic problems.
Είτε λόγω της συρρίκνωσης των αλιευτικών πόρων είτε λόγω τεχνολογικών αλλαγών, πολλές παραδοσιακές πηγές εισοδημάτων, όπως η παράκτια αλιεία, έχουν καταστεί ασύμφορες, δημιουργώντας κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα.
Last Update: 2014-02-06
Usage Frequency: 2
Quality: