プロの翻訳者、企業、ウェブページから自由に利用できる翻訳レポジトリまで。
we should not be deterred by this one bit.
Δεν πρέπει να πτοούμαστε από αυτή τη λεπτομέρεια.
最終更新: 2012-02-28
使用頻度: 2
品質:
many are deterred by the administrative red tape involved.
Η γραφειοκρατία που συνεπάγεται μια τέτοια επέκταση των επιχειρήσεων φοβίζει πολλές από αυτές.
最終更新: 2012-02-28
使用頻度: 3
品質:
they may obviously also be deterred by language difficulties.
Το ίδιο, βέβαια, ισχύει και για τις δυσκολίες που μπορεί να προκύψουν από τις διαφορετικές γλώσσες της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης.
最終更新: 2017-04-06
使用頻度: 1
品質:
but smuggling and trafficking networks are not easily deterred.
Ωστόσο, τα δίκτυα παράνομης μεταφοράς και προώθησης δεν είναι εύκολο να αντιμετωπιστούν.
最終更新: 2017-04-26
使用頻度: 1
品質:
but people are often deterred by the complexity of procedures.
Ωστόσο, συχνά η πολυπλοκότητα των διαδικασιών αποθαρρύνει.
最終更新: 2017-04-26
使用頻度: 1
品質:
low freight rates have deterred owners from replacing older vessels.
Τα χαμηλά ναύλα αποτρέπουν τους πλοιοκτήτες από την αντικατάσταση των παλαιότερων σκαφών.
最終更新: 2017-04-06
使用頻度: 1
品質:
detection has to be followed by sanctions if fraud has to be deterred.
Για να αποτραπεί η απάτη, η εντόπισή της πρέπει να συνοδεύεται από κυρώσεις.
最終更新: 2017-04-26
使用頻度: 1
品質:
analysts say visitors could be deterred if they see the country as unstable.
Αναλυτές αναφέρουν ότι οι επισκέπτες ενδέχεται να αποτραπούν εάν θεωρήσουν τη χώρα ασταθή.
最終更新: 2016-01-20
使用頻度: 1
品質:
victims may be deterred from exercising their rights due to the risk of retaliation.
Τα θύματα μπορεί να αποτραπούν από την άσκηση των δικαιωμάτων τους με την απειλή αντιποίνων.
最終更新: 2017-04-06
使用頻度: 1
品質:
antitrust enforcement has deterred and punished the artificial fragmentation of the internal market.
Η επιβολή της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας έχει αποτρέψει και έχει επιβάλει κυρώσεις για τον τεχνητό κατακερματισμό της εσωτερικής αγοράς.
最終更新: 2017-04-06
使用頻度: 1
品質:
the fight against cartels can only be successful if companies are deterred from entering into such activity.
Η καταπολέμηση των συμπράξεων θα επιτύχει μόνον αν οι επιχειρήσεις αποθαρρύνονται από τα συμμετάσχουν σε αυτές.
最終更新: 2017-04-06
使用頻度: 1
品質:
community nationals should be deterred from committing infringements of the rules of the common fisheries policy.
Οι υπήκοοι της Κοινότητας πρέπει να αποτρέπονται από τη διάπραξη παραβάσεων των κανόνων της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής.
最終更新: 2017-04-06
使用頻度: 1
品質:
an undertaking can be deterred from increasing prices if expansion or entry is likely, timely and sufficient.
Μια επιχείρηση μπορεί να αποθαρρυνθεί από μια αύξηση των τιμών εάν μια επέκταση ή είσοδος άλλων επιχειρήσεων θεωρείται πιθανή, έγκαιρη και επαρκής.
最終更新: 2017-04-06
使用頻度: 1
品質:
enterprises, especially smes, are said to have been deterred by the high administrative burden and the complexity of the programme.
Τη συμμετοχή των επιχειρήσεων ιδίως των ΜΜΕ, απέτρεψε ο όγκος των διοικητικών διατυπώσεων και η πολυπλοκότητα του προγράμματος.
最終更新: 2017-04-06
使用頻度: 1
品質:
4.9.1 justified compensation actions must be enabled and not deterred by the high costs of going to court.
4.9.1 Η άσκηση αιτιολογημένων αγωγών αποζημίωσης θα πρέπει να καταστεί δυνατή χωρίς να περιορίζεται αυτή η δυνατότητα από το υψηλό κόστος της διαδικασίας.
最終更新: 2017-04-06
使用頻度: 1
品質:
we do not know what companies might be interested but are deterred from starting up such companies, again because of flaws in the legislation.
Δεν γνωρίζουμε ποιες εταιρείες θα μπορούσαν να ενδιαφερθούν αλλά διστάζουν να προχωρήσουν στη σύσταση τέτοιων εταιρειών, και πάλι λόγω ατελειών στη νομοθεσία.
最終更新: 2012-03-22
使用頻度: 5
品質:
improvement in legal clarity and effectiveness of the directive: unjustified barriers to trade could be more easily detected and deterred or sanctioned.
Βελτίωση όσον αφορά τη νομική σαφήνεια και αποτελεσματικότητα της οδηγίας: τα αδικαιολόγητα εμπόδια στο εμπόριο θα μπορούσαν να εντοπιστούν εύκολα και να αποτραπούν ή επιβληθούν κυρώσεις.
最終更新: 2017-04-06
使用頻度: 1
品質:
however, the high costs of building new infrastructures combined with the low density of demand means that telecoms companies are deterred from installing the necessary broadband infrastructure.
Ωστόσο, το υψηλό κόστος δημιουργίας νέων υποδομών σε συνδυασμό με τη χαμηλή ζήτηση αποθαρρύνει τις εταιρείες τηλεπικοινωνιών να εγκαταστήσουν τις απαιτούμενες ευρυζωνικές υποδομές.
最終更新: 2017-04-26
使用頻度: 1
品質:
61% of businesses involved in b2b and 55% in b2c transactions were often or at least occasionally deterred by contract law related barriers.
Ποσοστό 61% των επιχειρήσεων που συμμετέχουν σε συναλλαγές όπου αμφότερα τα μέρη είναι επιχειρήσεις και ποσοστό 55% που συμμετέχουν σε συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων και καταναλωτών συχνά ή τουλάχιστον περιστασιακά αποθαρρύνονταν από φραγμούς σχετικούς με το δίκαιο των συμβάσεων.
最終更新: 2017-04-06
使用頻度: 1
品質:
at present, anti-doping measures are inadequate, and young people are not being deterred from using performance-enhancing drugs.
Η καταπολέμηση του ντόπινγκ όπως εφαρμόζεται σήμερα δεν επαρκεί και οι νέοι δεν αποτρέπονται επαρκώς από τη χρήση μέσων ντόπινγκ.
最終更新: 2017-04-06
使用頻度: 1
品質: