Обучается переводу с помощью примеров, переведенных людьми.
Добавлены профессиональными переводчиками и компаниями и на основе веб-страниц и открытых баз переводов.
it foundered on the determination of a people.
Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία.
Последнее обновление: 2014-02-06
Частота использования: 2
Качество:
the idea of a core europe has foundered in reality.
Η ιδέα μιας πυρηνικής Ευρώπης απέτυχε από τα πράγματα.
Последнее обновление: 2012-03-22
Частота использования: 5
Качество:
it was on this very issue that the original negotiations foundered.
Αυτός ακριβώς ήταν ο λόγος που ναυάγησαν οι αρχικές διαπραγματεύσεις.
Последнее обновление: 2012-03-22
Частота использования: 5
Качество:
however, the idea appears to have foundered for the time being.
Ωστόσο, για την ώρα, η ιδέα φαίνεται να ναυαγεί.
Последнее обновление: 2016-01-20
Частота использования: 2
Качество:
like its predecessor, the constitution, it foundered on the rock of democracy.
Όπως και ο προκάτοχός της, το Σύνταγμα, καταποντίστηκε στο βράχο της δημοκρατίας.
Последнее обновление: 2012-02-28
Частота использования: 2
Качество:
strategic plans, based on a rapid solution to the war, have foundered.
Αφού έχουμε επί πλέον και Τρόικα!
Последнее обновление: 2014-02-06
Частота использования: 2
Качество:
but the commission's last proposal foundered on the question of worker participation.
Επίσης οι τουρκικές εξαγωγές κατευθύνονται όλο και περισσότερο προς τις αγορές της ΕΟΚ.
Последнее обновление: 2014-02-06
Частота использования: 2
Качество:
nevertheless, they have invariably foundered on the unanimity requirement within the council of ministers.
Με την ευκαιρία, θα ήθελα να θέσω δύο ερωτήματα: Η Λευκή Βίβλος εμπεριείχε μια διορατικότητα όσον αφορά την
Последнее обновление: 2014-02-06
Частота использования: 2
Качество:
unfortunately, that idea foundered at the committee stage, something which i particularly regret.
Δυστυχώς, η ιδέα αυτή δεν ελήφθη υπόψη στην επιτροπή και λυπάμαι ιδιαίτερα για αυτό.
Последнее обновление: 2012-03-22
Частота использования: 5
Качество:
such arrangements have previously foundered on our making our data protection provisions into the measure of all things.
Αυτό δεν κατέστη δυνατό μέχρι σήμερα διότι θέταμε τις διατάξεις μας για την προστασία των δεδομένων ως κριτήριο για τα πάντα.
Последнее обновление: 2012-03-22
Частота использования: 5
Качество:
prince mettemich's private cabinet policy making foundered even in the 19th-century.
Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ έλεγε: «αν ο λαός δεν σε ακολουθεί, επέλεξε νέο λαό.» Ε!
Последнее обновление: 2014-02-06
Частота использования: 2
Качество:
the implementation of the delors white paper has so far foundered, though not because of parliament 's decisions.
h υλοποίηση της Λευκής bίβλου του nτελόρ έχει αποτύχει μέχρι σήμερα, αλλά ωστόσο όχι λόγω της μη λήψης απόφασης εκ μέρους του eυρωπαϊκού kοινοβουλίου.
Последнее обновление: 2012-03-22
Частота использования: 5
Качество:
the european limited liability company has hitherto foundered in the council of ministers especially because of the issues surrounding the position of workers.
Η Ευρωπαϊκή Εταιρεία απέτυχε μέχρι τώρα κυρίως εξαιτίας των θέσεων του Συμβουλίου Υπουργών σχετικά με τον ρόλο των εργαζομένων.
Последнее обновление: 2012-03-22
Частота использования: 5
Качество:
47% of ships reported lost were under 500 gross tonnage of which nearly 54% were in the foundered category.
Το 47% των πλοίων που φέρονταν ως απωλεσθένα ήταν ακαθάριστης χωρητικότητας μικρότερης των 500 τόννων εκ των οποίων το 44% περίπου από αυτά είχαν βυθισθεί.
Последнее обновление: 2017-04-06
Частота использования: 1
Качество:
it seems to me a great pity that such worthwhile programmes, which did not in my view threaten national competences, should have foundered on the rocks of subsidiarity.
Θεωρώ εξαιρετικά λυπηρό το γεγονός ότι τέτοια αξιόλογα προγράμματα, τα οποία δεν απειλούσαν κατά τη γνώμη μου τις εθνικές αρμοδιότητες, ναυάγησαν στον ύφαλο της επικουρικότητας.
Последнее обновление: 2012-03-22
Частота использования: 4
Качество:
environmental degradation and air pollution have become increasingly common issues across the balkans, but efforts to address them have often foundered because of national barriers and bureaucratic red tape.
Η επιδείνωση του περιβάλλοντος και η ατμοσφαιρική μόλυνση αποτελούν ολοένα και περισσότερο κοινά ζητήματα σε όλες τις βαλκανικές χώρες, ωστόσο, οι προσπάθειες για την αντιμετώπισή τους έχουν συχνά αποτύχει λόγω εθνικών φραγμών και γραφειοκρατίας.
Последнее обновление: 2016-01-20
Частота использования: 1
Качество:
2.4 detrimental as all this is to a common european policy, it does explain why the commission's laudable efforts over the past years have foundered.
2.4 Όλα αυτά αποβαίνουν, βεβαίως, εις βάρος μιας κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής, αλλά και εξηγούν τις αποτυχίες των αξιέπαινων προσπαθειών που κατέβαλε η Επιτροπή όλα αυτά τα χρόνια.
Последнее обновление: 2017-04-06
Частота использования: 1
Качество:
president been taken over the last twelve years to improve the efficiency of parliament's work; some of these have been successful, but too many have foundered.
Απαιτούν όλη την προσοχή μας και την πλήρη πολιτική, οικονομική και κοινωνική ενεργοποίηση μας.
Последнее обновление: 2014-02-06
Частота использования: 2
Качество:
a draft energy co-operation deal with russia foundered on thursday (april 3rd), as pro-western ministers in serbia's outgoing coalition cabinet blocked its approval.
Προσχέδιο σύμφωνο ενεργειακής συνεργασίας με τη Ρωσία ναυάγησε την Πέμπτη (3 Απριλίου), καθώς οι φιλοδυτικοί υπουργοί του απερχόμενου υπουργικού συμβουλίου συνασπισμού της Σερβίας παρακώλυσαν την έγκρισή του.
Последнее обновление: 2016-01-20
Частота использования: 1
Качество: